
Το Κυπριακό Δίκαιο του Γάμου και το Διαζύγιο
Τα ισχύοντα περί Γάμου και Διαζυγίου
Η Ιστορία του Οικογενειακού Δικαίου στην Κύπρο και πιο συγκεκριμένα η ιστορία του Θεσμού του διαζυγίου είναι στενά συνδεδεμένη με την Κυπριακή ιστορία όσο και με την ιστορία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ειδικότερα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση είναι μια αλήθεια διαχρονική. Η εξέλιξη του προσωπικού θεσμού στην Κύπρο συναρτάται με τις ιστορικές εξελίξεις και κυρίως με τη θέση της Εκκλησίας της Κύπρου, της οποίας ο ρόλος στα θέματα τουλάχιστον του γάμου και του διαζυγίου υπήρξε και φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι θεμελιώδης.
Το Βυζαντινό Ιουστινιάνειο Δίκαιο που διατρέχει όλη την ιστορία του προσωπικού θεσμού στην Κύπρο, όσο και η συνεχιζόμενη λειτουργία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων που παραπέμπει στη Βυζαντινή περίοδο αποδεικνύουν ότι το Oικογενειακό Δίκαιο της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Εκκλησία και την Ιστορία. Τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Oικογενειακό Δίκαιο διεπόταν από τις αρχές του Βυζαντινού Δικαίου. Σημαντική είναι και η συνέχιση της λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και της Αγγλοκρατίας.
Το 1989 όμως, η Βουλή των Αντιπροσώπων έρχεται να αιφνιδιάσει με τη θέσπιση του περί Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου που ψηφίστηκε το 1989 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1/1/1990. Ο νόμος τροποποίησε το άρθρο 111 του Συντάγματος, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως ο ακρογωνιαίος λίθος του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ο Νόμος εισήγαγε καινοτομίες όπως τον τερματισμό της γαμικής δικαιοδοσίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και την ανάθεσή της στα Οικογενειακά Δικαστήρια, την εισαγωγή του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης ως νέο λόγο διαζυγίου και τη δυνατότητα των μελών της Ελληνικής Κοινότητας να τελέσουν πολιτικό γάμο. Ο Νόμος αυτός, αν και τροποποιητικός του Συντάγματος, προχωρεί σε δικονομικές και ουσιαστικές ρυθμίσεις για τη σύνθεση των δικαστηρίων και τη δίκη διαζυγίου. Ως λόγοι διαζυγίου αναγνωρίζονται αυτοί που ήδη ίσχυαν σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου κατά την ημέρα ψήφισης του Νόμου ως αυτόνομοι λόγοι διαζυγίου και εφόσον αυτοί δεν αντίκει- νται στο Σύνταγμα. Συγχρόνως, εισάγεται νέος λόγος διαζυγίου, ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης σε αντικειμενική βάση, ενώ υπάρχει και πρόνοια για εισαγωγή οποιουδήποτε άλλου λόγου διαζυγίου αφού όμως ακουστούν πρώτα οι απόψεις της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πράξη, ο ισχυρός κλονισμός γίνεται σταδιακά ο κύριος λόγος διαζυγίου, που εν τέλει, εκτοπίζει ολοσχερώς τους λόγους του Καταστατικού Χάρτη.
Ο ισχυρός κλονισμός του γάμου ως λόγος διαζυγίου, στοιχειοθετείται ως εξής: «όταν οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσον ισχυρώς από λόγον ο οποίος αφορά το πρόσωπον του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως να είναι αφόρητος διά τον ενάγοντα...».
Διακρίνεται βάσει αυτών των τροποποιήσεων ότι η Εκκλησία παίζει καθοριστικό ρόλο. Αν ο στόχος του νομοθέτη ήταν η κοσμι- κοποίηση του θεσμού του γάμου και του διαζυγίου, τούτο δεν επιτυγχάνεται πλήρως και αποτελεσματικά, αφού η παρέμβαση της Εκκλησίας εξακολουθεί να είναι και σημαντική και ουσιαστική.
Τα Οικογενειακά Δικαστήρια εφαρμόζουν σε όλες τις περιπτώσεις τους λόγους διαζυγίων που προβλέπονται στο τροποποιημένο άρθρο 111 του Συντάγματος. Στις 20.5.1999 η Βουλή ψήφισε νόμο που τροποποιούσε τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο προσθέτοντας στο λόγο του ισχυρού κλονισμού, διάταξη σύμφωνα με την οποία η συνεχής πενταετής διάσταση των συζύγων συνιστά ισχυρό κλονισμό έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Η πενταετής διάσταση δεν είχε εισαχθεί ως νέος λόγος διαζυγίου αλλά ως τροποποίηση του ήδη υφιστάμενου ισχυρού κλονισμού. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, έκρινε ότι επρόκειτο για νέο αυτοτελή λόγο διαζυγίου που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 111 του Συντάγματος. Το 2009, ο λόγος του ισχυρού κλονισμού λόγω πενταετούς διάστασης, μετατράπηκε όσον αφορά το χρόνο, σε τετραετή διάσταση.
Τέλος, αναφορικά με το διαζύγιο, παρατηρούμε ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει κανένας κανόνας δικαίου που να προβλέπει την έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Το συναινετικό διαζύγιο απηχεί στην αντίληψη ότι γάμος χωρίς την βούληση των συζύγων να είναι παντρεμένοι δεν δύναται να υφίσταται. Έχει ειπωθεί ότι στην πράξη έχουμε κρυπτοσυναινετικά διαζύγια, που ευνοούνται μάλιστα από την ισχύουσα νομοθεσία. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η καθιέρωση του θα αποτελέσει την πιο έκδηλη αναγνώριση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στο κυπριακό Οικογενειακό Δίκαιο, αφού μόνη της συμφωνία των συζύγων να λύσουν τον γάμο, θα αποτελεί έννομο λόγο διαζυγίου, που θα οδηγεί σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Περαιτέρω αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λάβουν χώρα ούτως ώστε να ευνοηθεί η όλη διαδικασία περί διαζυγίου.
Από το 1990 γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Οικογενειακού Δικαίου στην Κύπρο. Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα παράγει νέες μορφές συμβίωσης που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ούτως ώστε να υπάρχει αρμονική συνύπαρξη του δικαίου και της κάθε εποχής.