
Τo εταιρικό πέπλο και η άρση του
Βασικές αρχές και πρακτικές
Η λειτουργία των σύγχρονων αγορών χαρακτηρίζεται από τη σύσταση εταιρικών οντοτήτων που, όπως παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, περιλαμβάνουν αρκετά ελκυστικές εταιρικές δομές, πολλές φορές πολυσύνθετης λειτουργικής διάρθρωσης, με τα φυσικά πρόσωπα που έχουν συμφέρον σε αυτές, να παραμένουν κυριολεκτικά αόρατα.
Μία από τις βασικές αρχές του εταιρικού δικαίου είναι η αυτοτέλεια μιας εταιρείας έναντι των μετόχων, μελών, συμβούλων και αξιωματούχων της, η οποία ως νομικό πρόσωπο διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα. Η έννοια της αυτοτέλειας της εταιρείας ως αυθύπαρκτης νομικής οντότητας ξεχωριστής από τους μετόχους και συμβούλους της είναι βαθειά εμπεδωμένη στο εταιρικό δίκαιο και έχει τις ρίζες της στην πολύ παλιά και γνωστή Αγγλική υπόθεση Solomon & Co Ltd του 1897. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία ως ανεξάρτητη νομική οντότητα, έχει τις δικές της υποχρεώσεις και τα δικά τη δικαιώματα και δεν ευθύνεται για τις ατομικές και προσωπικές υποχρεώσεις των μετόχων, μελών, αξιωματούχων και συμβούλων της, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έχουν τα δικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις και δεν υπέχουν ευθύνη, για παράδειγμα, έναντι των δανειστών της εταιρείας.
Ακόμα και στις μέρες μας που η σύσταση ομίλων εταιρειών είναι ευρέως διαδεδομένη, η αρχή της αυτοτέλειας μιας νομικής οντότητας δεν ατονεί και η παράκαμψη από τη γενική αρχή γίνεται με μεγάλη δυσκολία. Η ενιαία μονάδα ενός ομίλου εταιρειών δεν δίνει απαραίτητα το δικαίωμα άρσης του εταιρικού πέπλου ώστε να θεωρείται ότι οι ενέργειες μιας εκ των εταιρειών δεσμεύουν ολόκληρο τον όμιλο ή τη μητρική εταιρεία. Αναγνωρίζει δε η νομολογία ότι παρά το γεγονός ότι οι θυγατρικές εταιρείες είναι δημιουργήματα των μητρικών τους εταιρειών, εξακολουθούν να θεωρούνται στο γενικό εταιρικό δίκαιο ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες. Σε καμία περίπτωση λοιπόν ο τρόπος με τον οποίο ένα εταιρικό μόρφωμα επιλέγει να οργανωθεί οικονομικά δεν είναι ικανό για να αποδυναμώσει την ισχύ και εφαρμογή του κανόνα της εταιρικής αυτοτέλειας.
Ο μανδύας που αποκτά ένα νομικό πρόσωπο με τη σύσταση του ως ξεχωριστή και ανεξάρτητη οντότητα από τους μετόχους και συμβούλους του, τυγχάνει της ευρύτερης αναγνώρισης και του απόλυτου σεβασμού των Κυπριακών Δικαστηρίων και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις που δικαιολογούν παράκαμψη της αρχής της αυτοτέλειας μιας εταιρείας, διατάσσεται η άρση της αυτοτέλειας της, η ταύτιση της δηλαδή με το υποκείμενο φυσικό πρόσωπο και η αναζήτηση ευθύνης από αυτό.
Όταν, για παράδειγμα μια εταιρεία χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο παρανομίας ή καταδολίευσης ή χρησιμοποιήθηκε για την επιδίωξη παράνομου οικονομικού οφέλους, ή γενικότερα ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα κατά τρόπο αθέμιτο ή έγινε χρήση της εταιρικής περιουσίας με καταχρηστικές μεθοδεύσεις, τότε τα Δικαστήρια δεν διστάζουν να επιβάλουν άρση του εταιρικού πέπλου, άρση δηλαδή της αυτοτέλειας της υπό συζήτηση εταιρείας και να αναζητήσουν ευθύνες στα φυσικά πρόσωπα πίσω από αυτήν.
Ένα, καθόλου σπάνιο, φαινόμενο που παρατηρείται και αποτελεί κατάχρηση της ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας μιας εταιρείας, είναι και η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από τον μοναδικό ή κύριο μέτοχο μιας εταιρείας με την επικάλυψη ενός νομικού προσώπου, υπό το μανδύα δηλαδή της εταιρείας, που στην ουσία είναι εικονική, με σκοπό την αποφυγή της εκπλήρωσης των νομίμων ή συμβατικών υποχρεώσεων του και των ενδεχομένων δυσμενών συνεπειών.
Στις περιπτώσεις αυτές, το φυσικό πρόσωπο συμβαίνει να επιχειρεί να παραστήσει τις ατομικές του πράξεις ή παραλείψεις ως πράξεις της εταιρείας, τελούμενες στο γενικότερο πλαίσιο της εμπορικής της δράσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις και εάν διαφανεί ότι, το υποκείμενο φυσικό πρόσωπο έχει καταχρηστικά και κακόπιστα μεθοδεύσει την αποφυγή των υποχρεώσεων του ή την τέλεση παράνομων, κακόπιστων ή δόλιων πράξεων, ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή της αυτοτέλειας κάμπτεται και η ευθύνη μετακυλά στο φυσικό πρόσωπο.
Αυτό που πρέπει επιμελώς να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση είναι η παραβίαση του δικαιώματος κάθε επιχειρηματία να επιλέγει να ασκεί την εμπορική του δραστηριότητα μέσω μιας εταιρείας, ενέργεια η οποία είναι καθόλα νόμιμη, οπότε, όπου δεν εντοπίζεται ή μια τέτοια επιλογή δεν συνδυάζεται με το στοιχείο της κατάχρησης και κακοπιστίας αλλά και της πρόθεσης καταδολίευσης και καταστρατήγησης της νομοθεσίας, το ότι μια εταιρεία απορροφά τις οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες που θα υφίστατο ένα φυσικό πρόσωπο εάν δραστηριοποιείτο αυτόνομα, δεν αποτελεί λόγο παράκαμψης της αρχής της αυτοτέλειας.
Το Δικαστήριο μπορεί, λοιπόν, στις κατάλληλες περιπτώσεις και όπου οι περιστάσεις το δικαιολογούν, να διατάξει άρση του εταιρικού πέπλου μιας εταιρείας κατ’ εξαίρεση του κανόνα της αυτοτέλειας και της ανεξαρτησίας της νομικής οντότητας μιας εταιρείας. Όπου το Δικαστήριο έχει να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο δικαιολογείται η άρση του εταιρικού πέπλου, αναμφίβολα έχει να σταθμίσει διάφορους παράγοντες προτού αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει τον γενικό κανόνα ή την εξαίρεση από αυτόν.
Για παράδειγμα, μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, ως σχετικοί παράγοντες σε περίπτωση μητρικής-θυγατρικής εταιρείας θεωρήθηκαν και οι εξής: το κατά πόσο τα κέρδη της θυγατρικής εταιρείας τύγχαναν χειρισμού ως κέρδη της μητρικής εταιρείας, το κατά πόσο τα πρόσωπα που διηύθυναν τις εργασίες της θυγατρικής εταιρείας διορίζονταν από τη μητρική εταιρεία, το εάν η μητρική εταιρεία ήταν η κεφαλή και ο νους της εμπορικής δραστηριότητας της θυγατρικής εταιρείας, το εάν η μητρική εταιρεία διηύθυνε την επιχείρηση της θυγατρικής εταιρείας και αποφάσιζε τι θα έπρεπε να γίνει και ποιό κεφάλαιο θα έπρεπε να διατεθεί γι' αυτή, το εάν τα κέρδη της θυγατρικής εταιρείας πραγματοποιούνταν με την επιδεξιότητα και την καθοδήγησή της μητρικής, και το εάν η μητρική εταιρεία είχε αποτελεσματικό και συνεχή έλεγχο επί της θυγατρικής.
Η παράκαμψη συνεπώς της ανεξάρτητης νομικής οντότητας μιας εταιρείας, παρόλο που αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα, είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβάλλεται στις κατάλληλες περιπτώσεις όπου αυτή δικαιολογείται.