Το δικονομικό μας σύστημα στις πολιτικές αγωγές και η σοβαρή κρίση λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων
Τα βασικότερα στάδια μιας πολιτικής διαδικασίας
Εδώ και πολλά χρόνια, με αποκορύφωμα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, κατά τον οποίο ο Κυπριακός λαός ήρθε αντιμέτωπος με τα γεγονότα που ακολούθησαν τη 15η Μαρτίου 2013, γίνονται συζητήσεις για τη σοβαρή κρίση που περνά το σύστημα της Δικαιοσύνης στην Κύπρο λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων.
Για τη διεξαγωγή και περάτωση των δικαστικών διαδικασιών, υπάρχει μια σειρά διαβημάτων που πρέπει να λαμβάνονται. Σε ότι αφορά τις πολιτικές αγωγές ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα διαβήματα που πρέπει να λαμβάνονται, αναλόγως πάντοτε του επίδικου αντικειμένου κάθε υπόθεσης, ρυθμίζονται από σχετικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Στο παρόν άρθρο γίνεται μια σύντομη αναφορά στα βασικότερα στάδια μιας πολιτικής διαδικασίας προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι το θέμα καθυστέρησης δεν είναι μόνο συνδεδεμένο με τα καθοριζόμενα από το σύστημα μας δικονομικά διαβήματα, των οποίων ο σκοπός είναι όπως οι διαδικασίες καταστούν σύντομες και προσφορότερες, αλλά και με την έκταση και τον τρόπο που αυτά ακολουθούνται και εφαρμόζονται στην πράξη.
Μια αγωγή αρχίζει με την καταχώρηση Κλητήριου Εντάλματος. Σύμφωνα με το δικονομικό μας σύστημα το εν λόγω έγγραφο μπορεί είτε να περιλαμβάνει μόνο την αιτία αγωγής και τις αξιώσεις του ατόμου που εγείρει την αγωγή, ήτοι του Ενάγοντα, είτε να περιλαμβάνει και την έκθεση γεγονότων επί των οποίων στηρίζονται οι εν λόγω αξιώσεις του Ενάγοντα. Βεβαίως μια πολιτική διαδικασία δύναται να ξεκινήσει και με την καταχώρηση εγγράφου καλούμενου «Εναρκτήρια Κλήση» σε ειδικές περιπτώσεις. Επιπρόσθετα, αναλόγως του ύψους της αξίωσης, έκαστη αγωγή τίθεται ενώπιον του αρμόδιου Δικαστή, ήτοι είτε ενώπιον Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή είτε Επαρχιακού Δικαστή.
Ακολούθως της καταχώρησης του Κλητήριου Εντάλματος, πιστό αντίγραφο αυτού επιδίδεται, όσο αυτό βρίσκεται σε ισχύ, στην άλλη πλευρά, ήτοι τον Εναγόμενο, ούτως ώστε να έρθει εις γνώση αυτού η ύπαρξη της εν λόγω αγωγής και να του δοθεί η δυνατότητα να ακουστεί στα πλαίσια αυτής. Όταν το Κλητήριο Ένταλμα έχει πλέον δεόντως επιδοθεί σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς και διατάξεις, ο Εναγόμενος καλείται με το εν λόγω έγγραφο, να καταχωρήσει εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του Κλητήριου Εντάλματος σημείωμα εμφάνισης στο Δικαστήριο. Με την καταχώρηση του εν λόγω σημειώματος, ο Εναγόμενος δηλώνει ότι θα παρουσιαστεί στα πλαίσια της αγωγής ώστε να ακουστεί η δική του θέση σε αντίκρουση των θέσεων του Ενάγοντα. Στην περίπτωση που ο Εναγόμενος δεν συμμορφωθεί με την εν λόγω προθεσμία, ο Ενάγων αποκτά δικαίωμα να αιτηθεί απόφασης υπέρ του, λόγω παράλειψης του Εναγόμενου να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.
Όπου ο Εναγόμενος προβεί σύμφωνα με το Κλητήριο Ένταλμα στην καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης εντός της καθοριζόμενης προθεσμίας, νοουμένου ότι το Κλητήριο Ένταλμα που καταχωρείται περιλαμβάνει μόνο την αιτία της αγωγής και τις αξιώσεις του Ενάγοντα, τότε ακολουθεί η καταχώρηση, από τον Ενάγοντα, της Έκθεσης Απαίτησης του, εντός δέκα ημερών από το σημείωμα εμφάνισης.
Η Έκθεση Απαίτησης είναι μια έκθεση στην οποία καταγράφονται λεπτομερώς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης καθώς και οι αξιώσεις του Ενάγοντα. Ακολούθως της καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης, ο Εναγόμενος έχει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών για να καταχωρήσει την Έκθεση Υπεράσπισης του, δηλαδή την έκθεση στην οποία παρουσιάζει τη δική του εκδοχή με σκοπό να αντικρούσει και απαντήσει στους ισχυρισμούς του Ενάγοντα.
Στην περίπτωση όμως που το Κλητήριο Ένταλμα πέραν των αξιώσεων περιλαμβάνει και την έκθεση γεγονότων, τότε η προθεσμία των δεκατεσσάρων ημερών για την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης του Εναγόμενου αρχίζει να μετρά από την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης του. Η Υπεράσπιση είναι δυνατό να περιλαμβάνει και Ανταπαίτηση.
Μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο Ενάγοντας δύναται να καταχωρήσει Απάντηση στην Έκθεση Υπεράσπισης. Όπου η Υπεράσπιση περιλαμβάνει και Ανταπαίτηση τότε οποιοδήποτε πρόσωπο κατονομάζεται σε αυτήν ως Εναγόμενος δι’ ανταπαιτήσεως, δύναται να καταχωρήσει Έκθεση Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση.
Η Έκθεση Απαίτησης, η Έκθεση Υπεράσπισης, η Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και η Απάντηση αποτελούν τα δικόγραφα της υπόθεσης και σκοπός τους είναι να θέσουν τις ράγες επί των οποίων θα διεξαχθεί η ακροαματική διαδικασία και να διασαφηνίσουν τα επίδικα θέματα που θα εξεταστούν από το Δικαστήριο.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης δικογράφων, η πολιτική αγωγή προχωρά στο δεύτερο στάδιο, ήτοι αυτό της προδικασίας. Συνήθως σε αυτό το στάδιο υποβάλλονται αιτήσεις, μεταξύ άλλων, για την αποκάλυψη όλων των υπό την κατοχή των διαδίκων εγγράφων αναφορικά με την υπόθεση, για την επιθεώρηση αυτών, για περαιτέρω λεπτομέρειες κ.λπ.
Ακολούθως του προδικαστικού σταδίου, η αγωγή ορίζεται για ακρόαση. Ως εκ τούτου, στο τρίτο στάδιο της πολιτικής αγωγής αρχίζει η ακροαματική διαδικασία. Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, παρουσιάζεται η μαρτυρία από εκάστη πλευρά.
Η διαδικασία για την παρουσίαση της μαρτυρίας αποτελείται από τρία στάδια: αρχικά ο μάρτυρας παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν τις θέσεις του διαδίκου που τον καλεί ως μάρτυρα, είτε προφορικά είτε με γραπτή δήλωση, έπειτα ακολουθεί η αντεξέταση αυτού και όπου κρίνεται αναγκαίο και επιτρεπτό επανεξετάζεται. Με αυτή τη σειρά παρουσιάζουν όλοι οι μάρτυρες τα γεγονότα για τα οποία έχουν γνώση και αποδεικτικά στοιχεία. Το βάρος απόδειξης στις πολιτικές αγωγές, όταν τα γεγονότα δεν θέτουν σε εφαρμογή ειδικές εξαιρέσεις, βαραίνει τον Ενάγοντα και το μέτρο απόδειξης είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, συνήθως επιφυλάσσεται η έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο και αυτή απαγγέλλεται σε μεταγενέστερο χρόνο. Τα έξοδα που προκύπτουν στα πλαίσια της αγωγής εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά ο γενικός κανόνας είναι ο ηττημένος να πληρώνει τα έξοδα του νικητή.
Το διάδικο μέρος υπέρ του οποίου επιδικάζεται οιοδήποτε ποσό ή θεραπεία μπορεί να προχωρήσει με την καταχώρηση αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου για την έκδοση διαταγμάτων μέτρων εκτέλεσης εναντίον του διαδίκου πού οφείλει να συμμορφωθεί με την απόφαση Δικαστηρίου και δεν το πράττει.
Απόφαση του Δικαστηρίου δύναται, εάν οποιοδήποτε διάδικο μέρος κρίνει ότι είναι λανθασμένη και χρήζει αναθεώρησης, είτε στο σύνολο της είτε σε κάποια σημεία αυτής, να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μέσω του ένδικου μέσου της Έφεσης. Εάν καταχωρηθεί Έφεση τότε υπάρχει και η δυνατότητα καταχώρησης αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ή μέρους αυτής, έως την εκδίκασή της. Βεβαίως τέτοιου τύπου διατάγματα αναστολής, εκδίδονται με φειδώ και μόνο όπου οι περιστάσεις το δικαιολογούν, καθότι βασικός κανόνας είναι ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να στερείται των καρπών της επιτυχίας του.
Βεβαίως μια αγωγή μπορεί να τερματιστεί είτε με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου είτε με την διακοπή αυτής, υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις και στη βάση συγκεκριμένων αρχών.
Έχοντας κατά νου τα διαβήματα που ακολουθούνται από την έναρξη μιας αγωγής μέχρι την περάτωση αυτής, το ζήτημα των καθυστερήσεων δεν έγκειται αποκλειστικά και μόνο στο δικονομικό μας σύστημα, για το οποίο άρχισαν δειλά δειλά να λαμβάνονται διαβήματα για τη βελτίωση του, αλλά σε σωρεία παραγόντων.
Προκειμένου λοιπόν να καταστούν πιο σύντομες αλλά και προσφορότερες οι διαδικασίες που προβλέπονται από το δικονομικό μας σύστημα ώστε να είναι εφικτή η διεκπεραίωση των χιλιάδων υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων και προκειμένου να υπάρξει βελτίωση και να αποφευχθούν, στο βαθμό που είναι εφικτό, οι πολυσυζητημένες καθυστερήσεις θα πρέπει να συνεισφέρουμε όλοι ανεξαιρέτως.