Ολοκληρώθηκε η κατάθεση Γεωργιάδη και άρχισε η αντεξέταση στη δίκη για την έκρηξη στο Μαρί
Συνεχίστηκε και σήμερα, για τρίτη ημέρα, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Λάρνακα για τη φονική έκρηξη που σημειώθηκε στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί, στις 11 Ιουλίου 2011, η κατάθεση του 7ου μάρτυρα κατηγορίας Συνταγματάρχη Γιώργου Γεωργιάδη.
Λίγο πριν την διακοπή της σημερινής διαδικασίας άρχισε την αντεξέταση του μάρτυρα ο Γιώργος Γεωργίου, συνήγορος υπεράσπισης του τέως Υπουργού Εξωτερικών Μάρκου Κυπριανού και του τέως Υπαρχηγού της Εθνικής Φρουράς Σάββα Αργυρού.
Στην αρχή της αντεξέτασης υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ της Κατηγορούσας Αρχής και του συνηγόρου υπεράσπισης, γιατί ο μεν συνήγορος ζητούσε όπως κατατεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια οι καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας, ενώ η Κατηγορούσα Αρχή δεν δέχθηκε κάτι τέτοιο, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι μεταξύ των καταθέσεων και των όσων κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο ο μάρτυρας «υπήρξαν κάποιες αντιφάσεις».
Στην αντεξέτασή του, ο κ. Γεωργίου υπέβαλε στον μάρτυρα ότι ψεύδεται αναφορικά με τα όσα είπε ενόρκως στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τα οποία είχε ενημερώσει και πήγαν μαζί με τον Υπαρχηγό της Εθνικής Φρουράς Σάββα Αργυρού για να επιθεωρήσουν τις τρεις τοποθεσίες από τις οποίες θα επιλεγόταν η μία για τοποθέτηση των εμπορευματοκιβωτίων τα οποία θα εκφορτώνονταν από το πλοίο «Monchegorsk». Όπως εξήγησε ο κ. Γεωργίου, ο μάρτυρας δεν αναφέρει κάτι τέτοιο στην κατάθεσή του που έδωσε στην Αστυνομία στις 11 Ιουλίου 2011.
Ο κ. Γεωργιάδης απάντησε πως η κατάθεση του δόθηκε γύρω στη 1 το μεσημέρι μετά την έκρηξη στη ναυτική βάση στο Μαρί, μετά που «είχα αναλάβει μια άλλη θλιβερή υποχρέωση δύσκολη, να ενημερώσω τους οικείους του ότι είχε επιβεβαιωθεί ο θάνατος του αντιπλοίαρχου Ανδρέα Ιωαννίδη. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θα έδινα κατάθεση στην Αστυνομία, σε 2 αστυνομικούς του ΤΑΕ, δεν γνώριζα τους κανόνες, ούτε τίποτε και στην κατάθεσή μου είπα τί έκανα εγώ και δεν θέλησα, όπως κάποιοι άλλοι, να επιρρίψω ευθύνες. Ετσι τα ένοιωθα, έτσι τα είπα», ανέφερε.
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε στον μάρτυρα ότι όπως είχε αναφέρει στην κατάθεσή του η μόνη εμπλοκή που είχε με το φορτίο του πλοίου ήταν ότι έλαβε οδηγίες από τον Υπουργό στις 11 Φεβρουαρίου 2011 να μεταβεί σε τρία στρατόπεδα - Πολεμίδια, Ζύγι, Μαρί - για να κάνει αναγνώριση. Στην κατάθεσή του δεν ανέφερε ότι ενημέρωσε για το θέμα τον υπαρχηγό του ΓΕΕΦ και ούτε μετέβηκε στις τρεις τοποθεσίες μαζί του για να επιλέξουν. «Αφού στην κατάθεσή σου λες ότι την αναγνώριση την έκανες μόνος σου, τώρα λες ενώπιον του Δικαστηρίου ότι πήγες με τον υπαρχηγό;» ρώτησε ο συνήγορος.
Ο μάρτυρας απάντησε πως «τη δεδομένη στιγμή που έδινα την κατάθεση, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες πίστευα ότι έλεγα την αλήθεια. Ούτε αποποιήθηκα ποτέ, από την πρώτη στιγμή, ότι ήμουν μέρος της αναγνώρισης του στρατοπέδου. Αλλοι είχαν αποποιηθεί των ευθυνών τους, όχι ο συνταγματάρχης Γεωργιάδης», είπε.
Σε ερώτηση του συνηγόρου υπεράσπισης «ποια τελικά είναι η αλήθεια, αυτή που ανέφερες στην κατάθεσή του ή αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου;» ο κ. Γεωργιάδης απάντησε πως «η αλήθεια είναι αυτή που κατέθεσα στο Δικαστήριο και στο τέλος θα φανεί εάν λέω αλήθεια».
«Σου λέω ότι λες ψέματα», είπε ο συνήγορος και ο μάρτυρας απάντησε: «Σας λέω ότι λέω την αλήθεια».
Απαντώντας σε ερώτηση, ο μάρτυρας είπε πως «δεν είχα το δικαίωμα να δώσω έγγραφα στον στρατοπεδάρχη της βάσης. Τα έγγραφα ήταν στην κατοχή του αρχηγού του ΓΕΕΦ και ήταν απόφαση του ΓΕΕΦ εάν έπρεπε να δοθούν από την πρώτη στιγμή στον στρατοπεδάρχη».
Ερωτηθείς τί έκανε για να βεβαιωθεί ότι «αυτός που φορτωνόταν την ευθύνη για το φορτίο» γνώριζε το περιεχόμενο των εμπορευματοκιβωτίων, ο κ. Γεωργιάδης απάντησε πως «έπρεπε να πάρω εντολές. Η ηγεσία γνώριζε τί είχαν μέσα τα εμπορευματοκιβώτια πολύ πριν αυτά ξεφορτωθούν από το πλοίο», είπε.
Σε ερώτηση εάν ο Διοικητής του Ναυτικού αρχιπλοίαρχος Ανδρέας Ιωαννίδης είχε ευθύνη για το φορτίο του πλοίου που βρισκόταν στη ναυτική βάση, αφού το γραφείο του ως Διοικητή του Ναυτικού ήταν στο «Ευάγγελος Φλωράκης», ο κ. Γεωργιάδης απάντησε πως «την ευθύνη για το τί γίνεται μέσα στο στρατόπεδο την έχει ο στρατοπεδάρχης με βάση πάγιες διαταγές, ακόμα και όταν στο ίδιο στρατόπεδο φιλοξενείται διοίκηση».
Σε ερώτηση κατά πόσον ο Ανδρέας Ιωαννίδης είχε στην κατοχή του τα έγγραφα για τα 98 εμπορευματοκιβώτια και εάν έπρεπε να γνωρίζει από τον μάρτυρα τί περιείχε το φορτίο του πλοίου αλλά και την επικινδυνότητά του, ο μάρτυρας απάντησε πως «όταν πέρασε η προσωρινότητα για το φορτίο, το έγγραφο που είχε υπογράψει ο αρχηγός του ΓΕΕΦ στις 28/5/2009 στο οποίο αναφέρονταν οι κίνδυνοι αυτανάφλεξης της πυρίτιδας κοινοποιήθηκε και στη Διοίκηση του Ναυτικού όπως και σε άλλες 6 – 7 διοικήσεις του ΓΕΕΦ».
Στο σημείο αυτό η αντεξέταση του μάρτυρα κατηγορίας διακόπηκε και η διαδικασία θα συνεχιστεί αύριο στις εννέα το πρωί.
Στην σημερινή κατάθεσή του ο κ. Γεωργιάδης επικεντρώθηκε στην κρίσιμη σύσκεψη της 5ης Ιουλίου που έγινε στο γραφείο του ΥΠΑΜ όπου δέχθηκε ερωτήσεις από τον τότε Υπουργό Αμυνας Κώστα Παπακώστα κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος για έκρηξη του εμπορευματοκιβωτίου, εάν αυτό αποτελούσε κίνδυνο για τα υπόλοιπα και εάν έπρεπε να κληθούν εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό για να επιληφθούν του θέματος.
Ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί, διότι δεν γνώριζε αν από την έκρηξη είχε καταστραφεί το σύνολο του φορτίου ή μέρος απ’ αυτό, ότι δεν υπήρχε λόγος να κληθούν εμπειρογνώμονες αφού κάτι τέτοιο θα ήταν «χάσιμο χρόνου», ότι έπρεπε να ληφθούν μέτρα για μείωση της θερμοκρασίας στα εμπορευματοκιβώτια και καταστροφή της πυρίτιδας από την Εθνική Φρουρά στη ναυτική βάση χωρίς μετακίνηση τους.
«Ημουν έντονος για λήψη απόφασης όπως το είχα αναφέρει και το 2009 για καταστροφή της πυρίτιδας και σήμερα έφτασε η στιγμή που πρέπει να μας δώσετε την απόφαση αυτή» είχε αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης στον τότε Υπουργό Αμυνας, προσθέτοντας μάλιστα ότι από την έκρηξη που σημειώθηκε στο ένα εμπορευματοκιβώτιο «μας βοήθησε ο Θεός και μας έδωσε ένα καρδιακό επεισόδιο για να μην πάθουμε ανακοπή».
Ο κ. Παπακώστας είχε αναφέρει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βρισκόταν στην Ουκρανία και θα επέστρεφε σε δύο μέρες και ότι απουσίαζε στο εξωτερικό και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Μάρκος Κυπριανού, όπως αναφέρθηκε. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Αμυνας είχε εισηγηθεί να συνταχθεί έκθεση από άτομα διαφόρων υπηρεσιών για την κατάσταση του εμπορευματοκιβωτίου ούτως ώστε όταν ύστερα από δυο ημέρες ο Υπουργός Αμυνας θα συναντούσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να πάρει την έγκριση του για καταστροφή της πυρίτιδας.
Ο μάρτυρας έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε διάλογο που είχε με τον τότε Υπουργό Αμυνας μετά τη σύσκεψη, όταν είχε δεχθεί παρατήρηση από τον κ. Παπακώστα για τη συμπεριφορά του πως δεν ήταν αρμόδια για ένα συνταγματάρχη και ότι ο τόνος της φωνής του ήταν ψηλός. «Εγώ δικαιολογήθηκα ότι αν γίνει καμιά έκρηξη στο φορτίο θα καταστραφεί το Βασιλικό και θα πάμε στον Μεσαίωνα» είπε ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος πρόσθεσε πως ο τότε Υπουργός Αμυνας του είχε πει «σταμάτα να υπερβάλλεις και να είσαι σοβαρός».
Τελικά στη σύσκεψη αποφασίστηκε όπως την επομένη ημέρα, 6 Ιουλίου, γίνει επιθεώρηση από ομάδα εμπειρογνωμόνων από διάφορες υπηρεσίες κάτι που έγινε και στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων οι κατηγορούμενοι Πάμπος Χαραλάμπους ( τότε διευθυντής της πυροσβεστικής), ο οποίος τελικά δεν ανέβηκε στο εμπορευματικιβώτιο λόγω χειρουργικής επέμβασης και Ανδρέας Λοιζίδης (τότε διοικητής της ΕΜΑΚ).
Οι διαπιστώσεις της ομάδας ήταν πως το «εμπορευματοκιβώτιο μετά την εσωτερική έκρηξη φούσκωσε – παραμορφώθηκε, ότι λόγω της έκρηξης μετακινήθηκε περίπου 30 πόντους ενώ κανονικά θα έπρεπε να ήταν κολλημένο με το άλλο, ότι οι άξονες που κρατούσαν τις πόρτες του εμπορευματοκιβωτίου κλειστές στράβωσαν, ότι οι πόρτες άνοιξαν μερικώς, ότι από την έκρηξη σχίστηκε το πίσω μέρος του εμπορευματοκιβωτίου και πετάχτηκαν έξω διάφορα υλικά, όπως ένα κομμάτι μισοκαμένο ξύλο, ότι η καμένη πυρίτιδα πετάχτηκε έξω και κόλλησε στην οροφή του κάτω εμπορευματοκιβωτίου και ότι από την έκρηξη βούλλωσε το διπλανό εμπορευματοκιβώτιο».
Ακολούθησε σύσκεψη στη ναυτική βάση και αναφερόμενος στο φορτίο ο μάρτυρας είπε ότι υπήρχαν 81 εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνας Ευθυβούλου, ο κ. Γεωργιάδης αναφέρθηκε σε παρατηρήσεις που έκανε ο κ. Χαραλάμπους ότι δηλαδή σε περίπτωση κατάβρεξης των εμπορευματοκιβωτίων, το νερό το μόνο που θα έκανε στην πυρίτιδα ήταν να την καταστρέψει. Ο κ. Χαραλάμπους, όπως αναφέρθηκε, πρότεινε την τοποθέτηση κατιονιστήρων (sprinklers) για συνεχή κατάβρεξη, ενώ κάποιος από την ομάδα ανέφερε πως το πόσιμο νερό στη βάση ήταν περιορισμένο και η τοποθέτηση κατιονιστήρων θα επέφερε πρόβλημα τόσο στο στρατόπεδο όσο και στα γύρω χωριά. Όταν κάποιος εισηγήθηκε να χρησιμοποιηθεί για την κατάβρεξη θαλασσινό νερό με ειδικά φίλτρα, ο κ. Χαραλάμπους ανέφερε πως η πυρίτιδα γίνεται πιο ασταθής όταν στεγνώσει πάνω της το θαλασσινό νερό και γι’αυτό έπρεπε συνέχεια να καταβρέχονται τα εμπορευματοκιβώτια. Από την πλευρά του ο τότε διοικητής της ΕΜΑΚ Ανδρέας Λοϊζίδης, όπως σημειώθηκε, ανέφερε πως ήταν δύσκολο, αδύνατο για την ΕΜΑΚ να έρχεται να ραντίζει συνεχώς με νερό τα εμπορευματοκιβώτια.
Ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ότι από τις 8 μέχρι τις 11 Ιουλίου 2011 δεν πήρε οδηγίες από κανέναν για υλοποίηση των μέτρων που υπήρχαν μέσα στην «έκθεση ασφάλειας» την οποία είχαν πάρει εκτός από τον Αρχηγό του ΓΕΕΦ και τον Υπουργό Αμυνας και ο υπαρχηγός του ΓΕΕΦ Σάββας Αργυρού, μέσω του οδηγού του.
Φτάνοντας στο πρωινό της 11ης Ιουλίου 2011, ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε στην κατάθεσή του ότι 1-2 λεπτά πριν τις πέντε το πρωί ο Διοικητής του Ναυτικού Ανδρέας Ιωαννίδης του τηλεφώνησε και του είπε ότι «το container που ξέρεις, το φουσκωμένο, βγάζει φλόγες, πετάσσονται σπίθες, ακούγονται από μέσα εκρήξεις" και ότι πήραν φωτιά τα χόρτα που βρίσκονταν κάτω από τα εμπορευματοκιβώτια». Του ανέφερε ακόμα ότι με το πυροσβεστικό όχημα της ναυτικής βάσης γινόταν προσπάθεια για να σβήσει η φωτιά, ότι ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία, ότι ενημερώθηκε το ΓΕΕΦ και ότι λόγω της υγρασίας δεν τον απασχολούσαν τα χόρτα που έπαιρναν φωτιά κάτω από τα εμπορευματοκιβώτια.
«Όταν μου είπε ότι η πυρκαγιά ήταν στα αρχικά της στάδια θεώρησα ότι ο Ανδρέας Ιωαννίδης έκανε ότι θα έκανε κάθε αξιωματικός σε τέτοια περίπτωση, δηλαδή καλείς την Πυροσβεστική και το ΓΕΕΦ και προσπαθείς να σβήσεις τη φωτιά, έχοντας υπόψη ότι το φουσκωμένο εμπορευματοκιβώτιο καθόταν πάνω σε άλλα 80 εμπορευματοκιβώτια με πυρίτιδα», είπε ο μάρτυρας.
Πρόσθεσε ότι στη συνέχεια προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Διοικητή της ναυτικής βάσης Λάμπρο Λάμπρου αλλά δεν απαντούσε το κινητό του, ενώ δέχθηκε τηλεφώνημα από το Κέντρο Επιχειρήσεων του ΓΕΕΦ το οποίο τον ενημέρωσε για την πυρκαγιά και ζητούσαν να μάθουν εάν στα εμπορευματοκιβώτια υπήρχαν χειροβομβίδες, οπότε τους απάντησε ότι δεν υπήρχαν. Επίσης τηλεφώνησε μεταξύ άλλων στον επόπτη της 3ης Ταξιαρχίας Υποστήριξης και έθεσε σε μερική επιφυλακή την ηγεσία της Ταξιαρχίας, στον αρχηγό του ΓΕΕΦ, στον διευθυντή του επιτελικού γραφείου του ΥΠΑΜ και του ζήτησε να ενημερώσει τον Υπουργό, και στον προϊστάμενό του.
Είπε ότι μεταξύ 05.25 – 05.30 δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κ. Ιωαννίδη, για τον οποίο όπως ανέφερε ο μάρτυρας δεν γνώριζε που βρισκόταν, ο οποίος του είπε ότι «όλα τα containers κρούζουν σαν λαμπάδα", ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν μπορεί να ενεργήσει και ότι κάλεσαν/ζήτησαν ελικόπτερα για να κάνουν ρίψεις. «Είπα στον Ιωαννίδη, πρόσεχε, υπομονή και σε λίγο θα είμαι μαζί σου» είπε ο κ. Γεωργιάδης.
Ερωτηθείς από την Κατηγορούσα Αρχή απάντησε πως «πιστεύω ότι ήταν υποχρέωσή μου να πάω στη βάση και πίστευα ότι και η Πυροσβεστική Υπηρεσία γνώριζε και θα καθοδηγούσε και τους στρατιωτικούς».
«Εφτασα μέχρι την αερογέφυρα του Governor’s Beach, περίπου 800 μέτρα από τη βάση και έγινε η μεγάλη έκρηξη, μετακινήθηκε το αυτοκίνητό μου και κατάλαβα αμέσως ότι ήταν οι πυρίτιδες που έκαναν την έκρηξη», είπε, προσθέτοντας ότι προσπάθησε να μετακινηθεί με το αυτοκίνητο του «αλλά δεν μπορούσα γιατί ο παλιός δρόμος που είχε χρησιμοποιήσει είχε σίδερα και αναγνώρισα ότι ήταν αυτά που ήταν γύρω στα εμπορευματοκιβώτια. Ακουγα τα αυτοκίνητα που πατούσαν φρένο, να κτυπούν μεταξύ τους γιατί υπήρχαν σίδερα και μέσα στον αυτοκινητόδρομο» ανέφερε.
Τέλος ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «δύο πυροτεχνουργοί της Αστυνομίας με πήραν με το αυτοκίνητό τους στη ναυτική βάση όπου επικρατούσε ένα χάος. Η πύλη ήταν μισοδιαλυμένη, κανένας δεν ήξερε τι είχε γίνει, εάν κάποιος κτύπησε ή όχι και όσοι ήταν στη πύλη ήταν σοκαρισμένοι. Μάλιστα αναγνώρισα ένα αξιωματικό του ναυτικού να έρχεται προς τη πύλη σκονισμένος με ένα ξύλο καρφωμένο στο μέτωπο του και δεν το κατάλαβε», ανέφερε.