Skip to main content
Η οικονομική κρίση θέλει και καρναβάλι

Η οικονομική κρίση θέλει και καρναβάλι


Δεκαετία '20

«Εισερχόμεθα πλέον, εν μέσω κρίσης, πανηγυρικώς εις τους εορτασμούς των απόκρεω» όπως θα έγραφε και ένας αρθρογράφος στις εφημερίδες της Λεμεσού των δεκαετιών του ’20 και του ’30, όπως και σήμερα.

Διότι πράγματι το λεμεσιανό καρναβάλι μέσα από την μακραίωνη ιστορία του γνώρισε μέρες λαμπρές αλλά πέρασε και μέσα από μέρες δύσκολες. Και συμβάδιζε πάντα, ανάλογα και με τις αντίστοιχες επικρατούσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της κάθε εποχής.

Κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-14 για παράδειγμα όπως και κατά την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα 55-59 καθώς και τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974 και άλλες, ατονούσε εντελώς και κάθε καρναβαλίστικη δραστηριότητα αναστέλλεται.

Όμως αντίθετα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, φτώχειας και δυσκολιών όπως αυτή που περνάμε σήμερα, φούντωνε και θριάμβευε, διαψεύδοντας την παροιμία-κανόνα που λέει πως το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει και επιβεβαιώνει την άλλη παροιμία πως «η φτώχεια θέλει καλοπέραση»!

Μέσα από κάποια δημοσιεύματα της δεκαετίας του ’20 και του ’30 θα δούμε ακριβώς πώς αντιμετώπιζαν οι λεμεσιανοί τις βαθιές κρίσεις που ζούσαν αφού οι δεκαετίες αυτές ήταν από τις πιο δύσκολες της σύγχρονης ιστορίας του τόπου τόσο από την οικονομική εξαθλίωση όσο και της πολιτικής και φορολογικής καταπίεσης του τότε άγγλου δυνάστη του.

Το έτος 1924 η λευκωσιάτικη «Ελευθερία» σε ανταπόκριση της από τη Λεμεσό γράφει:

«ΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ. Κατά τας τελευταίας ημέρας παρατηρείται μεγάλη κίνησις διά τα καρναβάλια. Κάθε κέντρο, κάθε σπίτι, κάθε άτομον αμιλλώνται ποιόν θα μασκαρευτεί επιτυχέστερον ή και να παρουσιάσει τας μεγαλυτέρας εκπλήξεις. Η αποκριάτικη αυτή κίνησις, ευλόγως δύναται κανείς να εικάση ότι ωφείλεται εις οικονομικήν ευρωστίαν ενώ πραγματικώς συμβαίνει το εναντίον. Απλώς σημαίνει ότι ο λαός δοκιμαζόμενος υπό της πτώχειας ζητεί κάθε μέσον διασκεδάσεως διά να λησμονήση τας θλίψεις»!

Πηγαίνοντας τώρα στη δεκαετία του 1930 μια από τις πιο δύσκολες δεκαετίες της σύγχρονης ιστορίας μας, όχι μόνο λόγω της επικρατούσας στο διάστημα του μεσοπόλεμου παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αλλά επιπρόσθετα και λόγω της καταπιεστικής όπως είπαμε αγγλικής κατοχής με τις βαριές φορολογίες και την σκληρή δικτατορική παλμεροκρατία που επιβλήθηκε μετά από την εθνική εξέγερση των οκτωβριανών του 1931.

Μέσα από τρία δημοσιεύματα των λεμεσιανών εφημερίδων της εποχής δίδεται ανάγλυφη η εικόνα των λεγόμενων μας.

Ένα μακροσκελές άρθρο στην εφημερίδα «Χρόνος» της 27ης Φεβρουαρίου 1931 με τίτλο : «ΟΙ ΑΠΟΚΡΕΩ» για την πρώτη εβδομάδα των καρναβαλιών, λέει ανάμεσα σε άλλα και τα εξής:

«Σήμερα όμως; Στο πέρασμα των ίδιων δρόμων δεν βλέπουμε παρά πρόσωπα κατσουφιασμένα από τες φροντίδες. Ο καθένας και μια τραγωδία. Όλοι παλιάτσοι άβαφτοι αλλά πραγματικοί. Όλοι ανεβασμένοι στη σκηνή αλλά δίχως να υπάρχη κανένας να μας χειροκροτήση διότι είναι όλοι το ίδιο δυστυχείς. Και προς τι να ντυνόμαστε κλόουν όταν το ρούχο στοιχίζει τόσον ακριβά, αφού μάλιστα είμαστε πιο φυσικοί αμασκάρευτοι; Και προχωρώ τον άχαρο νυχτερινό μου περίπατο. Κάποια βιασμένα λυπητερά ακόρντα πιάνου ξεφεύγουν από ένα νυκτερινό κέντρο. Οι θαμώνες μόλις μετρώνται στα δάκτυλα τη μιας μου χειρός. Πένθιμα τα ακόρντα λες και κλαίνε μια δυστυχία. Τα σερπαντέν τα κομφετί και όλη αυτή η γαλλική εισαγωγή δεν έχουν φέτος κατανάλωσι. Ο κόσμος δεν πετά φέτος τα λεφτά του στους δρόμους. Δεν τα πετά διότι δεν έχει. Και φυσικά δίχως λεφτά δεν υπάρχει κέφι.

Αμ καλά, νηστικιά αρκούδα χορεύει; Και κέφι δεν εννοώ πως δεν έχουν γι αυτούς τους λίγους ελάχιστους με τα πραγματικά κεφάλαια και το προσποιητό κέφι, γι αυτούς με τα ονομαστικά κεφάλαια, αλλά εννοώ το κέφι του κοσμάκη. Αυτούς που ζούνε στο περιθώριο της κοινωνίας και που γλεντού- σαν μια φορά τον χρόνο. Κάθε Καρναβάλι. Κάθε χρόνο μια φορά το έριχναν κι αυτοί έξω. Φέτος όμως πώς; Πόσος κοσμάκης την Κυριακή θα κάνη απόκρεω με ελιές και κρεμμυδάκια! Είναι λυπητερό και πραγματικό γιατί έτσι κατήντησε τον κόσμο η φετινή παγκόσμια κρίσις. Χτες είδα άνθρωπο ντυμένο με ξεσχισμένο παντελόνι, ψαθάκι και ξεθωριασμένη βελάδα. Μερικά παιδάκια τον πήραν για μασκαράτα και του έκαναν πρόγκα. Δεν ήταν παρά ένας δυστυχής ελεηθείς με διαφόρων εποχών καλύμματα για να σκεπάζη τη γύμνια του.

Και φέτος καρναβάλια δεν θα έχουμε; Με ξαναρωτά ο φίλος μου. Τι να πω του ανθρώπου; Κάμνοντας προβλέψεις όπως στες ιπποδρομίες του απαντώ: Γκανιάν θάναι η γκαμήλα, πλασέ η αρκούδα, απαραίτητες δια χρηματισμόν μασκαράτες και μερικά παιδάκια. Ας είδομεν.»

Παρόλη όμως την αρχική απαισιοδοξία και το «μουρμουρητό» του συντάκτη, σε άρθρο του στηνεπομενη εκδοση της ίδιας εφημερίδα κάτω από τον τίτλο, «ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ», λέει:

«Και όμως. Αι προβλέψεις μου δεν επαληθεύθησαν. Την περασμένην Κυριακήν είχαμε τα ζωηρότερα καρναβάλια. Ο τόπος που πεινά είναι ο τόπος που διασκεδάζει και περισσότερον.»

Τρία χρόνια μετά και ενώ η κρίση οξύνεται και επιβάλλεται και η δικτατορική παλμεροκρατία διαβάζουμε στην εφημερίδα ημερομηνίας 5 Φεβρουαρίου 1934 υπό τον τίτλο «Φτώχεια και καλοπέραση»:

«Εισερχόμεθα εις το Τριώδιον και η πόλις μας ετοιμάζεται να υποδεχθή τον καρνάβαλον εν τυμπάνοις και χοροίς. Τα κοστούμια τον μασκαράτων ξεσκονίζονται, οι τζάζ-μπάντ χορδίζουν τα όργανα των, ο κοριτσόκοσμος ανυπομονεί και αι αίθουσαι των χορών καθαρίζονται. Επεκράτησε βλέπετε να διασκεδάζωμεν κατά τες Αποκρηές υπό οιασδήποτε συνθήκας. Είτε πλούσιοι είμεθα είτε πτωχοί είνε ανάγκη να κρύψωμεν το πρόσωπον μας υπό το προσωπείον και να γλεντήσωμεν. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν μάλιστα η παροιμία «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» εφαρμόζεται πλήρως. Διότι όσο πτωχαίνομε τόσο θέλουμε και να καλοπερνούμε. Και είναι γεγονός ότι μόνον κάτω από μια μάσκα μπορεί κανείς να καλοπεράση και να κρύβει το κενόν του βαλάντιον.»

Και τέλος στον Παρατηρητή της 9ης Φεβρουαρίου 1934 υπό τον τίτλο, «Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΙΚΩΝ»:

«Δια την προσεχή εβδομάδα μας αναγγέλλονται χοροί πάσης αποχρώσεως. Χοροί μεταμφιεσμένων και μη, χοροί αμεταμφιέστων και χοροί απαιτούντες μίαν πλήρη μεταμφίεσιν. Ολόκληρος σχεδόν η προσεχής εβδομάς θα περάση εν μέσω χορευτικής ευθυμίας και υπό τους ήχους της κορυβαντιώσης τζαζ. Εάν κρίνω μεν εκ των προηγουμένων ετών και της διαθέσεως του κοινού όλοι οι προαναγγελλόμενοι χοροί θα στεφθώσιν υπό πλήρους επιτυχίας. Η επιτυχία δε αυτή έκτος του ότι θα ικανοποίηση τους διοργανωτάς, θα σημειώση και το έξης αποτέλεσμα. Θα διάψευση δηλαδή την παροιμίαν ότι «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει». Οι συμπολίται μας έστω και νηστικοί θα χορεύσωσι και θα παραχορεύσωσι μάλιστα.»

Έτσι και φέτος λοιπόν, εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και τις χίλιες μύριες δυσκολίες που περνάμε, οι χοροί θα δώσουν και θα πάρουν και οι συμμετοχές στη μεγάλη παρέλαση θα ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο! Γιατί η κρίση θέλει μιαν ανάσα καλοπέρασης για να την αντέξουμε.


Αναζήτηση