Skip to main content
Η πορνεία σε άλλους καιρούς ΙΙ

Η πορνεία σε άλλους καιρούς ΙΙ


Με τη ματιά των διανοουμένων της εποχής

«Ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον πλημελλά» (ενοχλεί, πειράζει) Λεόντιου Μαχαιρά, «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου», 15ος αιώνας

Στο δεύτερο αυτό μέρος της πολύ σύντομης αναφοράς μας, σε σχέση με την ευρύτητα του θέματος όπως είπαμε και στο πρώτο μέρος, στην πορνεία στη Λεμεσό σε άλλους καιρούς θα δούμε το θέμα από μια άλλη ματιά, κατά τη δύσκολη οικονομικά και κοινωνικά δεκαετία του ‘20. Τη ματιά δυο αριστερών διανοουμένων της Λεμεσού, του Πλουτή Σέρβα, που διατέλεσε και δήμαρχος της πόλης και του μελετητή της Ιστορίας και ποιητή Γιάννη Λέφκη, αφού το δούμε πρώτα, κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής, από ένα μικρό απόσπασμα από τον Ευστάθιο Παρασκευά «Παλαίμαχο», όπως το διηγείται στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Λεμεσού στη δεκαετία του 1930, με τον γενικό τίτλο «Παλαιαί αναμνήσεις». (Τις αναμνήσεις αυτές ο γράφων τις μάζεψε και μαζί και με κάποια σχετικά άρθρα τού επίσης παλιού λεμεσιανού σημαντικού διανοούμενου λαογράφου Ξενοφώντος Φαρμακίδη, τις έκανε βιβλίο με δική του επιμέλεια και εκτενή εισαγωγή με τίτλο «Ευστάθιου Παρασκευά – Παλαιμάχου, Παλαιαί αναμνήσεις. Η Λεμεσός κατά τον 19ον αιώνα».)

Λέει λοιπόν ο Παλαίμαχος στο κεφάλαιο «Αγγλική κατοχή και μπυραρίες»:

«Η ΡΟΖΑ ΚΑΙ Ο ΔΥΣΤΥΧΗΣ ΛΑΝΙΤΗΣ.

Προ ολίγου χρόνου εδημοσιεύθη εις τον «Ν. Κυπρ. Φύλακα» της πρωτευούσης περιγραφή της Λευκωσίας την εποχήν της κατοχής της Αγγλίας εις την οποίαν μεταξύ άλλων έγραφε δια τες Μπυραρίες και γυναίκες μέσα σ’ αυτές, έκαμε δε ειδικήν μνείαν για μιαν Ρόζαν και τα σαγηνευτικά κατορθώματα της. Η περιγραφή αυτή μου φέρει εις την μνήμην τον ρόλον που έπαιξεν η Ρόζα αυτή εις την Λεμεσόν κατά την εποχήν εκείνην, διότι μετά την Λευκωσίαν επεσκέφθη και την πόλιν μας και άνοιξε μπυραρίαν.

Την ενθυμούμαι. Ήτο ώμορφη, έξυπνη και είξευρε καλά την δουλειάν της να παρασύρη τους νέους εις το κέντρον της για να ξοδεύουν αλύπητα. Ενθυμούμαι ότι κατάφερε μερικούς μεσήλικας και νέους Έλληνας και Τούρκους να πηγαίνουν κάθε νύκτα στην Μπυραρίαν της και εξοδεύουν 2 και 3 λίρας την ημέραν. Όταν εμυρίζετο κανένα πως είχε χρήματα τον ετραβούσε σαν σειρήνα μέχρις ότου τον έκαμνεν απένταρον οπότε τον έδιωχνε.»

Ο Λέφκης στο ιστορικό βιβλίο του «Οι ρίζες», κάνει μια αυστηρή αριστερή κοινωνική κριτική της άρχουσας οικονομικής τάξης της Λεμεσού στο κεφάλαιο κάτω από τον τίτλο, «Δυστυχία, Πορνεία στη δεκαετία του ΄20» λέγοντας ανάμεσα σε πολλά άλλα τα εξής:

Εχτός από τα εγκαταλειμένα παιδιά κ’ ένα πλήθος ζητιάνοι, άντρες και γυναίκες, τριγυρνούσανε στους δρόμους ή χτυπούσανε τις πόρτες των σπιτιών ζητόντας «ελεημοσύνη».

Τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα που τα’ ρίχνε στη ζητιανιά η κοινονική αδικία κι αδιαφορία, είχανε γίνει με τον καιρό σοβαρό πρόβλημα για την πόλη όπως έγραφε η ίδια Λεμεσιανή εφημερίδα ο «Κήρυξ» στις 9 του Σετέβρη του 1922 σ’ ένα σημείομα της που είχε τον τίτλο οι ζητιάνοι και οι ζητιάνες, ή όπως το έγραφε η ίδια στη γλώσα της «οι επαίται και αι επαίτιδες».

Και σαν αποκορύφομα σ’ όλα αυτά η πορνεία στην πόλη έδινε κ’ έπερνε. Ολάκεροι δρόμοι της μικρής πολιτείας είχανε γιομίσει με «κακόφημα σπίτια», τα «πουρδέλλα», που σ’ αφτά καταλήγανε τα φτωχοκόριτσα που δεν είχανε οικογένια ή προστάτη ή άλλο μέσο ζωής, ή που είχανε σπροχτεί στο βούρκο από τους «κύριους» των πλούσιων σπιτιών που σ’ αφτά μπαίνανε για να δουλέψουνε σαν υπηρέτριες.

Γι αφτά τα σπίτια της ντροπής, γι αφτούς τους «οίκους ανοχής» όπως τους είχε βαφτίσει η αστική υποκρισία και που είχανε πληθύνει τόσο στη Λεμεσό, η «Αλήθεια» έγραφε τον Ιούλη του 1921:

«Σ’ όλες τις συνοικίες της πόλης ιδρύθηκανε είνε καιρός τόρα... «οίκοι ανοχής» εξεφτελίζοντας τη σεμνότητα, ραπίζοντας τη ντροπή, εχτοπίζοντας κάθε αρετή και διαφθείροντας τα «χρηστά ήθη». Κατάσταση αληθινά οιχτρή...»

Και ξέρουμε, απ’ όσα στοιχεία έχουνε δοθεί σ’ αφτή τη μελέτη, ποιες ήτανε οι αιτίες για’ κείνη την «οιχτρή κατάσταση» που χαστούκιζε τη ντροπή όπως έγραφε η εφημερίδα και που άνιγε στις φτωχές κοπέλες τις πόρτες των πορνείων».

Ο Πλουτής Σέρβος τέλος, στο βιβλίο του «Όταν ήμασταν παιδιά» θυμάται ανάμεσα σε αλλα για την πορνεία και τις πόρνες στη μικρή μας πόλη όταν ήταν παιδί και νέος και αυτό:

«Μια πόρνη στη γειτονιά μας.

Το διπλανό μας σπίτι, ήταν της θείας Σταυρούς, επίσης μονοκάμαρο, που χωριζόταν από το δικό μας μ’ ένα πρόχειρο χαμηλό τοιχαράκι. Αυτό δεν ήταν υποθηκευμένο. Όμως, μια και ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τον άντρα της από το ένα στο άλλο χωριό, όπου αστυνόμευε, το νοίκι από το σπίτι της ήταν πολύτιμο. Κάποια φορά το νοίκιασε μια, όχι και πολύ μεγάλη, χωριατοπούλα, με ευγενικά χαρακτηριστικά. Κουβαλήθηκε εκεί μ’ ένα ηλικιωμένο, που δεν ξεχώριζες αν ήταν ο άντρας της, ή ο πατέρας της. Τελικά αποδείχτηκε πως ήτανε πόρνη, χωρίς να της φαίνεται. Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα κι έπαινε ο επισκέπτης. Και όταν έκλεινε η πόρτα, ο ηλικιωμένος έβγαινε στην αυλή και έκλεινε το παράθυρο, που έβλεπε μες στην αυλή μας. Κατόπιν, ήσυχα-ήσυχα, ξανάμπαινε στο δωμάτιο. Η γιαγιά δεν άργησε να αντιληφθεί τι γινόταν μέσα στο διπλανό σπίτι της κόρης της. Εκείνη που κάθεται στο σπίτι μας πρέπει να είναι πουτάνα. Και εκείνος, ο ξετσίπωτος, ο ηλικιωμένος, πρέπει να είναι ο μαστροπός της, που καθόλου δεν ενοχλόταν να κάθεται στο ίδιο δωμάτιο και να παρακολουθεί τις πομπές της προκομμένης. Όταν τελικά βεβαιώθηκε, πήγε και το είπε στο θείο, που τ’ άκουσε χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία. Ίσως, μάλιστα, και να σκέφτηκε. Νοικάρηδες είναι. Ας κόψουν το λαιμό τους. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Αλλωστε φασαρία δεν κάνουν. Εκείνη, ούτε που το δείχνει πως είναι πουτάνα. Στο δρόμο δε βγαίνει. Κανένας δεν τη βλέπει. Ανοίγει μόνο τα σκέλια στο κρεββάτι.

Δέχεται την πληρωμή της. Και βγάζουν το ψωμί τους.»


Αναζήτηση