
Το άθλημα της πάλης στη Λεμεσό IIΙ
Πριν κάνουμε ένα άλμα στο χρόνο και έρθουμε στο τρίτο και τελευταίο αφιέρωμα μας για την πάλη και ότι αυτή σήμαινε, θα ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση σχετικά με όσα είπαμε στα δυο προηγούμενα μέρη και να επισημάνουμε ότι οι λεμεσιανοί συνεχίζοντας και εδώ την ελληνική…
«παράδοση» κατά το σπαρτιάτικο ρητό «άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» που ερμηνεύεται ως: «εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι σας»..., δεν παρέλειπαν με κάθε ευκαιρία να διχάζονται και να διαπληκτίζονται σε : τζαμουλιώτες και καθολιτζιάτες, κυρηναϊκούς και κιτιακούς (αρχιεπισκοπικό ζήτημα), ενωτικούς και ανθενωτικούς, ενδοτικούς και ανένδοτους, δεξιούς και αριστερούς, εθνικόφρονες και αγγλόφιλους και δε συμμαζεύεται! Αναλάμβαναν λοιπόν τότε οι παλαιστές και τα πρωτοπαλίκαρα των γειτονιών να καθαρίσουν για την πάρτη τους!
Μέρος Τρίτο
Το 1931 ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μέσα από την οικονομική ανέχεια, με την ανεργία και τους εξοντωτικούς φορομπηχτικούς και δασμολογικούς νόμους, την πολιτική και κοινωνική αποικιοκρατική καταπίεση με ανελεύθερους νόμους που θεσμοθετεί το αγγλικό καθεστώς και την ποδηγέτηση της ελληνικής παιδείας των Κυπρίων, που θα οδηγήσουν τελικά στο ξέσπασμα του κοινωνικού και εθνικού κινήματος γνωστού ως «τα οκτωβριανά» τον Οκτώβρη του ιδίου έτους, οι Κύπριοι ψάχνουν στηρίγματα και εθνικά ερείσματα, πρότυπα και εθνικούς ήρωες για να αντέξουν και να αντισταθούν.
Οι διεθνείς νίκες και τα κατορθώματα ενός Έλληνα παλικαριού, του πρωτοπαλαιστή Τζιμ Λόντου, που θριαμβεύει την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ και γίνεται παγκόσμια γνωστός ως πρότυπο ελληνικής λεβεντιάς και παλικαριάς αποτελούν ένα από τα ερείσματα αυτά του κυπριακού λαού. Το φτωχόπαιδο από το Κουτσοπόδι του Άργους πήγε στην Αμερική σε ηλικία 15 χρόνων και με το ελληνικό του πείσμα αναδείχθηκε το 1930 σε παγκόσμιο πρωταθλητή της πάλης νικώντας τον μέχρι τότε κάτοχο του τίτλου Ριχάρδο Σίκατ.
Το 1933 πάει στην Ελλάδα και αγωνίσθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κβαριάνι. Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο μεγάλος του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο: «Πάρ’ την αιμοβορία σου, και άντε στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι, που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρυνό σεργιάνι. Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει, μα όσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ’ εκείνοι. Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, έγινε παλληκάρι, κι όλος ο κόσμος τον αγαπά, του Άργους το καμάρι.»
Οι νίκες και τα κατορθώματα του καταλάμβαναν ολόκληρα πρωτοσέλιδα στις και στις λεμεσιανές εφημερίδες της εποχής και αποτελεί πλέον ένα μεγάλο εθνικό ίνδαλμα. Έτσι που όταν τον Ιούνιο του 1937 μέσα στη σκοτεινή περίοδο της παλμερικής δικτατορίας, έρχεται για επίσκεψη στην Κύπρο, ο λαός της Λεμεσού τον υποδέχεται σχεδόν παραληρώντας από ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια.
Σύμφωνα με τον χρονικογράφο της Λεμεσού, Χριστάκη Σαββίδη: «Κατά την επίσκεψη του Τζίμ Λόντου στη Λεμεσό το 1937 ολόκληρος ο λαός της Λεμεσού του επεφύλαξεν αποθεωτική υποδοχή. Τα σχολεία και τα καταστήματα έκλεισαν και όλοι συναθροίστηκαν στο τελωνείο και με επικεφαλής τη φιλαρμονική και τας Αρχάς της πόλης εν παρελάσει πορεύθηκαν στο Στάδιο Γ.Σ.Ο. όπου τον προσεφώνησεν ο δήμαρχος της πόλης.»
Για τον γυναικόκοσμο της Λεμεσού αποτελούσε επιπλέον και ίνδαλμα και πρότυπο του απόλυτου αρσενικού, ενώ τα ζαχαροπλαστεία της πόλης κατασκεύασαν τούρτες και πάστες δίδοντας τους το όνομα του.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη τότε που η πάλη δεν ήταν απλώς ένα άθλημα σαν όλα τα άλλα μα αφορμή και ευκαιρία για προβολή των εθνικών – πατριωτικών συναισθημάτων και της αθάνατης ελληνικής λεβεντιάς…