Skip to main content

Δήμαρχοι Λεμεσού: Δημοσθένης Χατζηπαύλου


Οι Δήμαρχοι Λεμεσού και το έργο τους

Δημοσθένης Χατζηπαύλου (1887-1896)
Ο τρίτος κατά σειρά Δήμαρχος Λεμεσού, ο Δημοσθένης Χατζηπαύλου διαδέχθηκε τον Ιωάννη Καραγεωργιάδη μετά την πρώτη του θητεία (1885-1887) από το 1887 μέχρι το 1896 για να τον διαδεχθεί και πάλιν στη συνέχεια ο Ιωάννης Καραγεωργιάδης στην δεύτερη του θητεία ως τέταρτος στη σειρά Δήμαρχος Λεμεσού από το 1896 μέχρι το 1908 όπως είδαμε και στο προηγούμενο τεύχος.

Γεννήθηκε το 1845 και πέθανε το 1915 και ήταν γιος του Χριστοδουλή του Χατζηπαυλή από τη Συλίκου που ίδρυσε τον αρχαιότερο εμπορικό οίκο εμπορίας κρασιού στη Λεμεσό και της Εσθήρος το γένος Δημητρίου Κακαθύμη της μεγάλης και αριστοκρατικής οικογενείας της Λεμεσού της εποχής. Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο και επιδόθηκε με επιτυχία στο εμπόριο. Επέστρεψε όμως στην γενέτειρα του όπου μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο Χατζηπαύλου ίδρυσε το πρώτον εργοστάσιο οίνων και οινοπνευμάτων της Κύπρου.

Η κυριότερη δράση της Δημαρχείας Χατζηπαύλου επικεντρώθηκε στις επιδιορθώσεις των άθλιων δρόμων της πόλης, στις επιδιορθώσεις του προ χώματος της Βαθειάς, στην σύνταξη κανονισμών για ανέγερση οικοδομών με τους οποίους αρχίζει και μία αρκετά καλή ρυμοτομία της πόλης. Προχώρησε επίσης στην ανόρυξη φρεάτων για την βελτίωση και επαύξηση του νερού της υδατοπρομήθειας της πόλης τοποθετώντας συγχρόνως και καταλλήλους σωλήνες στις κυριότερες οδικές αρτηρίες.

Αξιοσημείωτα είναι ακόμα επί δημαρχείας του και τα αντιπλημμυρικά έργα του Γαρίλλη και η δενδροφύτευση των προχωμάτων του. Η μεγάλη πλημμύρα που έγινε στη Λεμεσό το 1894 δημιούργησε πολλά και σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στους δημότες του, γι αυτό και δημιούργησε και προέδρευσε ειδικής επιτροπής προς λήψη αποτελεσματικών μέτρων για ανακούφιση των πολλών παθόντων με εράνους και εισφορές. Μια άλλη επιτροπή που δημιούργησε επίσης και προέδρευε είχε την μέριμνα της ανοικοδόμησης του καλλιμάρμαρου, «περικαλλούς» (όπως τον απεκάλεσαν) καθεδρικού ναού της Αγίας Νάπας Λεμεσού.

Επί δημαρχείας του πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικό γεγονός, σταθμός στην ιστορία της πόλης και από τα σημαντικότερα στην ιστορία του κυπριακού αθλητισμού: διοργανώθηκαν οι Α' Παγκύπριοι Αγώνες Στίβου, τον Φεβρουάριο του 1896, στην χωράφα του Χρυσοστομίδη, εκεί που αργότερα δημιουργήθηκε ο Δημόσιος Κήπος, από τον νεοσύστατο τότε ΓΣΟ (ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια πριν, το 1892). Στους αγώνες αυτούς προκρίθηκε ο Αναστάσιος Ανδρέου του ΓΣΟ για να συμμετάσχει στους Α΄ Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας την ίδιαν χρονιά με τα εθνικά χρώματα της Ελλάδας. Στους ίδιους Ολυμπιακούς ένας άλλος λεμεσιανός, ο Ιωάννης Φραγκούδης ανακηρύχτηκε χρυσός και αργυρός ολυμπιονίκης στη σκοποβολή.

Ο Εθνικός ποιητής της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης σε ένα σατιρικό του ποίημα με τίτλο, «Της πόλεως το Δημαρχείον με το πτωχότατον ταμείον», που δημοσίευσε στην σατιρική του εφημερίδα «Διάβολος» με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1888, (την οποία εξέδωσε την χρονιά εκείνη), δίνει μια ανάγλυφη εικόνα τόσο του έργου του Δ. Χατζηπαύλου όσο και της εν γένει κατάστασης στην πόλη αλλά και τις κάποιες... «ευωδιαστές» συνήθειες των λεμεσιανών της εποχής:

«Λαμπρά το Δημαρχείον μας εφέτος προοδεύει όποιος ελθή ‘ς την πόλιν μας την βλέπει και ζηλεύει δυο δρόμους βλέπεις παλαιούς μονάχα πλακωμένους τους άλλους όλους βλέπεις τους μακαδαμοστρωμένους, και περπατάς ελεύθερα και δίχως να σκόνταψες και δίχως τα παπούτσια σου διόλου να τα βλάψης εις οποίον δρόμον κι’ αν βρεθής και μάτια να μην έχης αν θες ακόμα και τρεχτός να τον περάσης τρέχεις, απ΄ το «Καφέ Βικτώρια» μέχρι Νοσοκομείου βλέπεις την φιλοκάλιαν γυμνήν του Δημαρχείου. Αυτός ο δρόμος κάλλιστα εσχάτως επαστρέφτη, τον βλέπεις καθαρώτατον και λείον σαν καθρέφτη, βλέπεις δεξιά κι αριστερά δενδράκια φυτευμένα και όλα με καλαμωτούς χιτώνας φορεμένα, βλέπεις τα πεζοδρόμια γραμμή σαν γαϊτάνικι’ ο πιο τυφλός πάνω ‘ς αυτά το βήμα του δεν χάνει και αν σου τύχη το πιοτό ποτέ να σε ζαλίση κι αν είσαι τύφλα ή στουππί ή μ’ αγγλικό μεθύσι που νάναι το κεφάλι σου διακόσες τρεις οκάδες, όπου ν΄ αξίζεις εκατό και χίλιους μασκαράδες να μην ξέρεις που βρίσκεσαι να μην ξέρεις τι κάνεις, σ΄ αυτόν τον δρόμον φίλε μου τα πόδια σου δεν χάννεις, ενώ αυτόν τον δρόμον, πριν του μακαδαμισμού του και πριν αυτού του λούσου του κι αυτού του στολισμού του, δεν τον επέρνας αβλαβής ποτέ σου περπατώντα, έπρεπε νά σαι πτερωτός για να περνάς πετώντα. Οι δρόμοι έγειναν λαμπροί της πόλεως μας όλοι κ’ εις την καθαριότητα τους τρέμει κι η πανώλη όλοι εδιορθώθησαν κι οι πιο μικροί δρομίσκοι ανωμαλίαν πουθενά κανένας δεν ευρίσκει εις κάποια μέρ’ απόκεντρα κι εις όποιαν τύχη ώρα κάποια μέρη απαντάς ολίγον μυροφόρα που είνε καθαρτήρια φρικτά της ατμοσφαίρας ειν όπλα αντιτυφικά και κατά της χολέρας είν΄ ουρικών φωσφορικών αλάτων και οξέων αέριον οξύτατον και βρώμων και βρωμέων που ερεθίζει φοβερά της μύτης το στομάχι κι είνε πολύ ωφέλιμον λαμπρόν για το συνάχι γιατ΄ έχει μίαν μυρωδιά σαν είδος αμμωνίας και είν΄ εγγόνι γνήσιον της αδιακρισίας· εις τούτο όμως δεν πταίει θαρρώ το Δημαρχείον διότι δεν πρέπει γι αυτό να σβύση το ταμείον και την περιουσίαν του να την πούληση όλην και χίλιους ουροφύλακας να βάλη μεσ’ την πόλιν. Νοσοκομείον και βαθιαίς, φανάργια και σφαγεία διατηρούνται κάλλιστα από την Δημαρχία και είνε όλα καθαρά και δεν υπάρχει βρώμα φρενοκομείον μοναχά δεν έκτισεν άκομα αλλά με την ύπομονην κι’ αυτό θα μας το κτίση πρέπει στερλίνες άφθονες γι αυτό να δαπανήση γιατί θα γείν’ ευρύχωρον να μας χωρέση όλους και θυρωρούς και φύλακες να βάλη τους διαβόλους.»


Αναζήτηση