Skip to main content

Λεμεσιανό καρναβάλι - «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση»


retro-giannakis-potamitis

Καρναβαλίστικες αναμνήσεις του Γιαννάκη Ποταμίτη

Το λεμεσιανό καρναβάλι μέσα από την μακραίωνη ιστορία του γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας κάποτε με τα πάνω και τα κάτω του που συμβάδιζαν με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκης που επικρατούσαν τη δεδομένη ιστορική στιγμή.

Μέρος Α’
Η νεότερη ιστορία του ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής- στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα- όταν οργανώνεται δημιουργώντας και το πρώτο κομιτάτου του καρναβαλιού, το 1890. 

Η εφημερίδα «Αλήθεια» το 1898 γράφει σχετικά: «Το επί των μεταμφιεσμένων κομιτάτο βράβευσε τον κύριο Γιάγκο Λανίτη παραστήσαντα επιτυχέστατα το Διογένη με το φανάρι του. Αλλά και τινες των ηθοποιών παρέστησαν με πολύ γούστο, την Κυβέρνηση και τον δυστυχή λαό. Υπήρξαν δε οι φρονούντες, σ’ αυτούς μάλλον θα έπρεπε να δοθεί το βραβείο».

Την επόμενη χρονιά 1899, «ο δυστυχής» αυτός λαός της Λεμεσού περνά δύσκολες μέρες εξουθενωμένος ηθικά και υλικά από την φτώχεια και τις κακουχίες. Ούτε κομιτάτο, ούτε παρελάσεις, ούτε κέφι για καρναβάλι. Γράφει η «Αλήθεια»: «Εισερχόμεθα από σήμερον εις το Καρναβάλι. Ουδεμία πλην κίνησι μέχρι τούδε, ούτε ζωηρότης μαρτυρεί τούτο. Άνευ δε του ημερολογίου δεν θα ημπορούσε κανείς να εννοήσει ότι ευρισκόμεθα εις το Καρναβάλι, τας φαιδράς καλάς ημέρας κατά τας οποίας και ο σοβαρότερος ξεχνά τη σοβαρότητα του και ρίπτεται ακράτητος εις την χαράν της τρελλής αποκριάς. Είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξις της οικτράς μας καταστάσεως. Ο κόσμος καταβεβλημένος ηθικώς και υλικώς δεν έχει όρεξιν ούτε για γέλια, ούτε για μασκαράτες».

Όμως την επόμενη χρονιά στην «Αλήθεια» με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1900 διαβάζουμε ότι: «Οι αποκριές και ιδία η τελευταία Κυριακή διήλθαν εφέτος εν εκτάκτω ευθυμία και ζωηρότητι. Τα κομφετί άτινα εισήχθησαν οριστικώς και ενταύθα, έστρωνον τον προ των καφενείων και των λεσχών δρόμον και μανιώδης πόλεμος από άνθη, φασόλια και κομφετί διεξήγετο. Κίνησις έκτακτος επεκράτη, αρκεταί δε μασκαράται. Μία τούτων εντός αμάξης, παριστώσα την κάθοδον του Πρίγκηπος εις Κρήτην (το 1898), ήρεσε πολύ και εχειροκροτήθη».

Οι επόμενες δεκαετίες το λεμεσιανό καρναβάλι θεριεύει και αναπτύσσεται παρά τις συνεχιζόμενες βαριές φορολογίες και τις κακουχίες από την αγγλική διακυβέρνηση.

Κάνοντας ένα χρονικό άλμα ερχόμαστε στη δεκαετία του 1930. Η δεκαετία αυτή μια από τις δυσκολότερες για την Κύπρο και τη Λεμεσό από πολλές πλευρές δεν εμποδίζει τους λεμεσιανούς να διασκεδάζουν τις λίγες μέρες του καρναβαλιού για να ξεχνούν τις δυσκολίες και τη φτώχεια τους. Χαρακτηριστικό είναι ένα μακροσκελές άρθρο στην εφημερίδα «Παρατηρητής» 27 Φεβρουαρίου 1931 που καταλήγει ως εξής:

«Κάθε καρναβάλι, τo έριχναν κι αυτοί έξω. Φέτος όμως πως; Πόσος κοσμάκης την Κυριακή θα κάνη Απόκρεω με εληές και κρεμυδάκια! Είναι λυπητερό και πραγματικό γιατί έτσι κατάντησε τον κόσμο ή φετεινή παγκόσμια κρίσις. Χτες είδα άνθρωπο ντυμένο με ξεσχισμένο παντελόνι, ψαθάκι και ξεθωριασμένη βελάδα. Μερικά παιδάκια τον πήραν για μασκαράτα και του έκαμαν πρόγκα. Δεν ήταν παρά ένας δυστυχής ελεηθείς με διαφόρων εποχών καλύμματα για να σκεπάζη τη γύμνια του. Και φέτος καρναβάλια δεν θα έχουμε; Με ξαναρωτά ο φίλος μου; Τι να πω του ανθρώπου; Κάμνοντας προβλέψεις όπως στις Ιπποδρομίες του απαντώ: Γκανιάν θάναι η καμήλα, πλασέ η αρκούδα, απαραίτητες δια χρηματισμόν μασκαράτες και μερικά παιδάκια. Ας ίδωμεν.
Σημ. Και όμως αι προβλέψεις μου δεν επηλήθευσαν. Την περασμένην Κυριακήν είχαμε τα ζωηρότερα καρναβάλια. Ο τόπος που πεινά είναι ο τόπος που διασκεδάζει και περισσότερον.» Τρία χρόνια αργότερα στην εφημερίδα Χρόνος 5 Φεβρουαρίου 1934 διαβάζουμε επίσης:

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ»
«Εισερχόμεθα εις το Τριώδιον και η πόλις μας ετοιμάζεται να υποδεχθή τον καρνάβαλον εν τυμπάνοις και χοροίς. Τα κοστούμια των μασκαράτων ξεσκονίζονται, οι τζάζ-μπάντ χορδίζουν τα όργανα, ο κοριτσόκοσμος ανυπομονεί και αι αίθουσαι των χορών καθαρίζονται. Επεκράτησε βλέπετε να διασκεδάζωμεν κατά τες Αποκρηές υπό οιασδήποτε συνθήκας. Είτε πλούσιοι είμεθα είτε πτωχοί είνε ανάγκη να κρύψωμεν το πρόσωπον μας υπό το προσωπείον και να γλεντήσωμεν. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν μάλιστα η παροιμία «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» εφαρμόζεται πλήρως. Διότι όσο πτωχαίνομε τόσο θέλουμε και να καλοπερνούμε. Και είναι γεγονός ότι μόνον κάτω από μια μάσκα μπορεί κανείς να καλοπεράση και να κρύβει το κενόν του βαλάντιον.»

Στην ταραγμένη λοιπόν αυτή δεκαετία γεμάτη φτώχεια, ανεργία, λαϊκές εξεγέρσεις, φυλακίσεις και εξορίες ηγετών, μια σημαντική μαρτυρία για το καρναβάλι είναι αυτή του Γιαννάκη Ποταμίτη σε ένα μοναδικό ανέκδοτο κείμενο του στο οποίο μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες.

Το δημοσιεύουμε με την άδεια της κόρης του Ζωής την οποία και ευχαριστούμε θερμά.

Γράφει λοιπόν ο αείμνηστος Γιαννάκης κάτω από τον τίτλο: «Λεμεσιανές καρναβαλίστικες αναμνήσεις»: «Κυρίαρχη μορφή τού Λεμεσιανού Καρναβαλιού στα χρόνια τού 1930, τουλάχιστον στο χώρο του πνεύματος της καρναβαλίστικης σάτιρας, ήταν ο γνωστότατος στη πόλη Γιαγκος Κλ. Λανίτης, δάσκαλος των Αγγλικών, αλλά παράλληλα τύπος με σπινθηροβόλο, χιουμοριστικό και σκωπτικό πνεύμα, που το διοχέτευε στις κουβέντες του, στα πειράγματα και στα στιχουργήματα του, τα οποία εμφάνιζε στα διάφορα έντυπα της εποχής με το φιλολογικό Μώμος.

Κάθε καρναβαλίστικη χρονιά, λοιπόν, ο Γιάγκος Λανίτης-Μώμος-επινοούσε και ετοίμαζε σάτιρες, που τις χειροκροτούσε ο κόσμος και που αποσπούσαν πάντα το πρώτο βραβείο, τού τότε λεγόμενου ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ τού καρναβαλιού, και βέβαια ούτε πολυέξοδα, πολυτελή κοστούμια, ούτε πολύπλοκες μεταμφιέσεις-απλώς, απλές μεταλλαγές της καθημερινής εμφάνισης, η αλλαγή... φύλου μέσον ένδυσης!

Ξεκίνησε ο Γιάγκος Λανίτης την καρναβαλίστικη εμφάνιση του σαν Διογένης με το φανό του σε αναζήτηση ΑΝΘΡΩΠΟΥ στην τότε Λεμεσό. Λιτός και απλός πάντα στο ντύσιμο του, ξεκάλτσωτος χειμώνα-καλοκαίρι, λίγο κυρτός στο βάδισμα του, δεν δυσκολεύτηκε να παρουσιάσει ένα απίθανο γενειοφόρο, κουρελή Διογένη, με το φανό του επί της βακτηρίας του-και το πιθάρι κάπου εκεί μαζί!

Άλλες επιτυχίες που ακλούθησαν: Σάτιρα της μανίας, που είχε καταλάβει τις κυρίες της εποχής για το χαρτοπαιγνίδι ραμί που είχεν εισβάλει τότε στην Κύπρο (1929). Χρησιμοποιώντας τον ανεψιό του, Σωκράτη Ποταμίτη και έξι φίλους (το Ραμί παιζόταν από εφτά), σχημάτισε μια εφταμελή ομάδα ενδεδυμένων γυναικών, που τοποθετημένες κατάλληλα σε άμαξαν, διεξήγαγαν τρομερό χαρτοπαίγνιο ραμί, με τα ανάλογα τσακώματα, ενώ γινόταν ο γύρος της πόλης. Συμμετέχοντες: Νίκος Σιήτας, Γλαύκος Κακογιάννης, Συμεωνάκης Γιωργαντζής, Νίκος Κλεοβούλου, Σωκράτης Ποταμίτης και άλλοι δύο-ας συγχωρέσουν την αμνησία μου... Συμπλήρωμα: ο Γιαννάκης Ποταμίτης δίπλα στον αμαξά ντυμένος με κίτρινα πιεροττικά.

Άλλη χρονιά ο Γ.Λ σατίρισε με παραστατικότατο τρόπο την ακαταδεξιά των τότε εργαζομένων σε σπίτια της πόλης κοριτσιών του χωριού απένατι στους χωρικούς γονείς τους όταν έρχονταν στη πόλη με τον γαΐδαρο τους για να τα επισκεφτούν: Εξευγενισμενη πια η κόρη (Σωκράτης Ποταμίτης) με τα ψηλοτάκουνα της, τις λεπτές κάλτσες και το καπελίνο της, δεν ανέχεται τους γονείς της να περπατούν δίπλα της όταν βγαίνουν για να ξεναγηθούν στη πόλη. Προπορεύεται αυτή σε απόσταση και πίσω οι γονιοί σέρνοντας τον γαΐδαρο τους!

Παρά τις απαγορεύσεις της Παλμεροκρατίας και τον αποκλεισμό τής πολιτικής σάτιρας από την καθημερινή ζωή, ο Γ.Λ. σατίρισε επανειλημμένα αποικιοκρατικές πράξεις και ενέργειες, μέσον τού καρναβαλιού: Σατίρισε την εργοδότηση στη Κύπρο με ηγεμονικό μισθό-τού ΄Αγγλου ποντικολόγου Κέιλυ, ενώ ο λαός υπέφερε από συσσωρεύμενα προβλήματα, και άλλα σχετικά με την αγγλική διακυβέρνηση (εδώ πρέπει να αναφερθεί, το όνομα του αξέχαστου δικηγόρου πολιτευτή δημοσιογράφου ποιητή Ευέλθοντος Πιτσιλλίδη Εύσκιου Πεύκη-σαν του πρώτου σατυρίσαντος, με πολλή τέχνη, έμμετρα και επιθεωρησιακά, τα πιο πάνω αναφερόμενα, που χρησιμοποίησεν ο Γ.Λ. στις καρναβαλίστικες σάτιρες του).

Όταν, όμως, το 1938 ο Γ.Λ σχεδίαζεν να σατιρίσει, κατά κάποιον τρόοπο, τη σκέψη που οδήγησε στο σχεδιασμό βρεττανικών σημαιών στα μαρμάρινα μπαλκόνια του Δημοτικού Μεγάρου, σε συνεργασία με τον αξέχαστο ήρωα μας Ανδρέα Δρουσιώτη, που βρισκόταν τότε στην Κύπρο, ο βρεττανός Διοικητής Λεμεσού απαγόρευσε τη σάτιρα, προφανώς προειδοποιημένος γι αυτήν από το τότε κλιμάκιο της αστυνομίας το επιφορτισμένο κυρίως με την παρακολούθηση των κομμουνιστών, αλλά και των «ενωτικών».

Ο Γ.Λ. δεν μπορούσε παρά να συμμορφωθεί, γιατί δεν διέθετε την πολυτέλεια της φυλάκισης και της κατά συνέπεια επαγγελματικης αδρανοποίησης του.»

Στο επόμενο τεύχος το δεύτερο μέρος.


Αναζήτηση