Παλιά Ζαχαροπλαστεία της Λεμεσού
Γλυκά σημεία αναφοράς της Λεμεσού
Μετά τη λήξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τον ερχομό των βρετανών το 1878, άρχισε να πνέει άλλος αέρας στην Κύπρο, αυτός που μύριζε Ευρώπη. Ήταν και οι βρετανοί νέοι κατακτητές αλλά είχαν άλλη αντίληψη και συμπεριφορά συγκρινόμενοι με τους Οθωμανούς.
Μέρος Α'
Σ' αυτά τα πλαίσια του νέου πνεύματος που μας ήλθε από την Ευρώπη, μέσω των βρετανών κατακτητών, αλλά και λόγω των συχνών επισκέψεων που άρχισαν οι κύπριοι στην Ευρώπη, και ένεκα του συχνότερου ερχομού, ευρωπαίων κυρίως, στην Κύπρο, νέες ιδέες και αντιλήψεις άρχισαν να επικρατούν.
Άρχισαν να εξευρωπαΐζονται οι κύπριοι, βλέποντας και αντιμετωπίζοντας τη ζωή τους με άλλο πνεύμα, αισθανόμενοι την ανάγκη να περιλάβουν σ’ αυτή, την ψυχαγωγία που δεν τα είχαν με το προηγούμενο καθεστώς. Αυτές οι αλλαγές άρχισαν να γίνονται στο ντύσιμο, στο φαγητό, στη ψυχαγωγία, στη μόρφωση και σ’ ότι ήταν καλύτερο για την ζωή τους.
Ένας τομέας που άρχισε να ανθεί και να προοδεύει ήταν η κατασκευή και διάθεση ειδών ζαχαροπλαστικής. Έτσι μέσα στη Λεμεσό αλλά και στις άλλες πόλεις άρχισαν να δημιουργούνται εργαστήρια και καταστήματα παράθεσης διαφόρων γλυκισμάτων. Σ’ αυτούς τους χώρους σύχναζαν οι λεμεσιανοί, οικογενειακά συνήθως. Ήταν μάλιστα αυτοί οι χώροι σημεία κοινωνικών συναντήσεων, όπου απολαμβάνοντας το γλυκό τους κουβέντιαζαν για διάφορα θέματα. Ακόμη αυτοί οι χώροι ήσαν σημεία συναντήσεων αγοριών και κοριτσιών για ένα απλό φλερτάρισμα και το πολύ-πολύ για καμιά κουβέντα.
Τέτοια ζαχαροπλαστεία έγιναν σημεία αναφοράς της Λεμεσού όπου μέχρι και σήμερα αναφέρονται, τουλάχιστο από τους παλαιότερους. Μάλιστα σ’ αρκετούς απ’ αυτούς όταν τους αναφέρονται αυτά τα σημεία ξυπνούν μέσα τους μνήμες και αναμνήσεις, ίσως για ένα φλερτ που έλαχε να είχαν ή για τα καλύτερα γλυκίσματα που έφαγαν.
Βλέπουμε να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σ’ αυτό το τομέα, προς το τέλος της δεκαετίας του 1910, με την παρασκευή γλυκισμάτων ευρωπαϊκής και ανατολίτικης επίδρασης, κυρίως από το Λίβανο, Συρία, Αίγυπτο, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, αλλά και Γαλλία και Ιταλία κυρίως. Σημαντική επίσης επίδραση άρχισε να αναπτύσσεται κι’ από την ελλαδική ζαχαροπλαστική. Γενικά η κυπριακή ζαχαροπλαστική εμπλουτιζόταν συνεχώς και εγκλιματιζόταν στα νέα δεδομένα. Τα διάφορα νέα γλυκίσματα που παρασκευάζονταν, που ήσαν πλέον τυποποιημένα και μαζικά από τα εργαστήρια και ταυτόχρονα κέντρα παράθεσης στους πελάτες, πήραν τη θέση των «γλυτζιηστικών» που παρασκευάζονταν από τις οικοκυρές στα σπίτια.
Τέτοια «γλυτζιστικά» ήσαν οι «πισσίες» με το μέλι, τα «γλυτζιηστά» κυρίως από το Κοιλάνι, τα «σουπούδκια» με το έψιμα, η «γρούτα» και πάλιν με το έψιμα, ο «καϊκανάς» με αυγά και αλεύρι και σιρόπι ή έψιμα, τα «κουλλουρούδκια» με το έψιμα τα «πουρέκια της αναρής», τα «δάκτυλα» κ.λ.π. Αυτά τα παραδοσιακά κυπριακά γλυκίσματα, έδωσαν τη θέση τους στα μοντέρνα πλέον γλυκίσματα που ήσαν ο μπακλαβάς, το κανταΐφι, το γαλακτομπούρεκο, ή μπουγάτσα, το «καλόν πράμα», τα διάφορα είδη παντεσπάνι με τις επικαλύψεις του, τα σοκολατοειδή, οι διάφορες κρέμες και αργότερα τα παγωτά.
Αυτά όλα ήσαν τα γλυκίσματα σερβιρίσματος από τα ζαχαροπλαστεία, όμως σ’ αυτά παρήγοντο κι’ άλλα γλυκά για κεράσματα για γάμους, βαφτίσια, γενέθλια κ.λ.π. όπως ήσαν οι κουραμπιέδες, τα λουκούμια, τα παστίτσια, οι τρούφες και οι σοκολατίνες αργότερα. Επίσης σ’ αρκετά απ’ αυτά παρασκεύαζαν επί παραγγελία «σαννιές» με κόλλυβα για μνημόσυνα. Το κάθε ζαχαροπλαστείο ανταγωνιζόταν τ’ άλλα στο να παράξει και να προσφέρει το καλύτερο γλύκισμα, προσβλέποντας στη καλή φήμη και τη καλή πελατεία.
Τότε στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και το τέλος σχεδόν του 1970 τα ζαχαροπλαστεία ήσαν πολύ επισκέψιμα από πολύ κόσμο. Κάποια απ’ αυτά παρέμειναν στη μνήμη αρκετών παλαιοτέρων και αναφέρονται στις κουβέντες τους για να προσδιορίσουν κάποια περιοχή.
Ένα από τα περίφημα ζαχαροπλαστεία της Λεμεσού ήταν «Ο Αθηναίος» που βρισκόταν στην οδό Δημητράκη Νικολαΐδη, (προέκταση της οδού Ιφιγενείας) και Αγίου Ανδρέου, απέναντι από το κατάστημα οπτικών Νικολαΐδη.
Ο ζαχαροπλάστης αυτός ήταν ελλαδίτης και δούλευε μαζί με την αδελφή του. Άρχισε τη λειτουργία του γύρω στο 1930, μετά που ήλθαν από την Αθήνα φέρνοντας μαζί τους νέες ιδέες για τη ζαχαροπλαστική. Παρασκεύαζαν μεγάλη σειρά γλυκισμάτων που ήσαν όλα εκλεκτά. Αυτό όμως που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους άλλους ήταν ή πολύ εκλεκτή μπουγάτσα. Σερβιριζόταν πάντοτε ζεστή, σκεπασμένη με μικρά κομματάκια καβουρδισμένου φύλλου μπακλαβά με μπόλικη κανέλλα και ζάχαρη. Αρκετός κόσμος της Λεμεσού επισκεπτόταν αυτό το ζαχαροπλαστείο ειδικά για να γευτεί την πολύ ωραία του μπουγάτσα.
Ο πατέρας μου γύρω στο 1954 μας πήρε οικογενειακά δύο-τρεις φορές για να φάμε τη περίφημη μπουγάτσα που ήταν πράγματι εξαιρετική, κάμνοντας τρομερή εντύπωση. Μάλιστα ο περιβολάρης πατέρας μου μάζευε από τις συκαμινιές μας κόκκινους βαβάτσινους που τους χρησιμοποιούσε στα σπουδαία γλυκίσματα του ο «Αθηναίος», ανταλλάσσοντας τους με γλυκίσματα που μας τα έφερνε στο σπίτι.
Saint George (Άης Γιώρκης)
Το ζαχαροπλαστείο Saint George ή Άης Γιώρκης, βρισκόταν στο γωνιακό κατάστημα του τρίπατου του Κακαθήμη (Δικαστή), επί της οδού Αγ. Ανδρέου και της παρόδου Δημοσθένη Χατζηπαύλου. Πάνω από το ζαχαροπλαστείο βρισκόταν για αρκετά χρόνια ο σύλλογος της ΑΕΛ.
Ο ιδιοκτήτης του ήταν γνωστός με το όνομα Τζιώρτζιης, Γιώρκος. Ιδρύθηκε γύρω στις αρχές του 1920, και συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι τη δεκαετία του 1970 παρασκευάζοντας πολύ ωραία γλυκίσματα όπως μπακλαβάδες, γαλακτοπούρεκα, κανταίφια, μπουγάτσες και πολλά άλλα.
Συγκέντρωνε αρκετή πελατεία, είτε σαν αγοραστές για το σπίτι είτε για να καθίσουν με την οικογένεια ή τους φίλους τους.
Ζαχαροπλαστείο «Παναγιώτης»
Το ζαχαροπλαστείο «Παναγιώτης» ήταν από τα πιο παλιά που λειτούργησαν στη Λεμεσό, στις αρχές του 1920 περίπου. Αρχικά ο ιδρυτής του Παναγιώτης δημιούργησε ζαχαροπλαστείο στη Λευκωσία όπου απέκτησε πολύ καλή φήμη για τα σπου- δαία γλυκίσματα και τα άλλα σκευάσματα του.
Έφυγε από τη Λευκωσία και ήλθε στη Λεμεσό μετά από παρότρυνση του μετέπειτα δημάρχου Χριστόδουλου Χατζηπαύλου. Ο Χατζηπαύλου, γνωστός επιχειρη- ματίας της Λεμεσού, θέλησε να κάνει μνημόσυνο στο συγγενή του ήρωα δήμαρχο της Λεμεσού Χριστόδουλο Σώζο, που έπεσε στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων του 1912 στο Μπιζάνι, αποτεινόμενος σε ζαχαροπλάστη της Λεμεσού για να του παρασκευάσει τη «σανιά» με τα κόλλυβα. Όμως το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποίησε. Έτσι γνωρίζοντας τη φήμη του ζαχαροπλάστη Παναγιώτη στη Λευκωσία, την επόμενη ημέρα πήγε στη Λευκωσία, με την άμαξα του, κατευθείαν στο ζαχαροπλαστείο του.
Εκεί, έχοντας την τόλμη, τη φήμη και το «θράσος» του οικονομικά ισχυρού ο Χατζηπαύλου ζήτησε από τον Παναγιώτη να μετακομίσει στη Λεμεσό και να δραστηριοποιηθεί εκεί. Ο Παναγιώτης αντιδρώντας σ’ αυτή τη πρόταση ανέφερε για τα χρειώδη και τις εγκαταστάσεις που είχε και τα έξοδα που έκανε γι’ αυτά.
Ο Χατζηπαύλου αμέσως του ζήτησε να υπολογίσουν όλα τα έξοδα των χρειωδών και με το παραπάνω ακόμη. Έτσι μετά την εκτίμηση της συνολικής αξίας τους, τού έδωσε 135 λίρες, σημαντικό ποσό για την τότε εποχή, λέγοντας του να τα φορτώσει σε άμαξα την επόμενη μέρα για τη Λεμεσό. Όταν ήλθε στη Λεμεσό ενοικίασε κατάστημα επί της οδού Ιφιγενίας δίπλα από το σημερινό Café Ιlposto, αρχίζοντας αμέσως δουλειά. Η φήμη του διαδόθηκε σ’ όλη τη Λεμεσό και την επαρχία, για τα πολύ σπουδαία γλυκίσματα του και την εξυπηρέτηση που παρείχε.
Άλλοι αγόραζαν τα γλυκίσματα για τα σπίτια τους κι’ άλλοι καθόντουσαν οικογενειακά ή με τους φίλους τους στο ζαχαροπλαστείο ή έξω στα πεζοδρόμια για να τα απολαύσουν κουβεντιάζοντας.