Παλιές ταβέρνες της Λεμεσού
Τότε που υπήρχαν οι άλλοι μερακλήδες…
Η Λεμεσός χαρακτηριζόταν από πολύ παλιά, σαν η πόλη των γλεντζέδων, των μεζεκλήδων και γενικά των μερακλήδων.
Μέρος Α'
Από την αρχή του 20ου αιώνα και ακόμη προηγουμένως προς το τέλος της τουρκοκρατίας πολύ περιορισμένα, άρχισαν να λειτουργούν χώροι όπου σύχναζαν κυρίως άνδρες για να περάσουν το χρόνο τους ευχάριστα τα βράδια με φίλους τους, πίνοντας λίγο κρασί ή ζιβανία ή αργότερα κονιάκ ή ούζο, τρώγοντας ταυτόχρονα κάποιο πρόχειρο και φτηνό μεζέ.
Αυτές οι συναντήσεις γινόντουσαν αρχικά σε κάποια καφενεία κι’ αργότερα σε κάποια μπακάλικα που διέθεταν λίγο χώρο για λίγους πελάτες. Σιγά-σιγά αυτά τα μπακάλικα κατάληξαν να γίνουν μπακαλοταβέρνες κι’ αργότερα αποκλειστικά μόνο ταβέρνες. Κάποιες ταβέρνες ξεκινούσαν αποκλειστικά και μόνο σαν τέτοιες, έχοντας χώρο για τους πελάτες τους και μέσα σ’ αυτές αλλά κι’ έξω σε κατάλληλα διαρρυθμισμένους χώρους με την απαραίτητη διακόσμηση πρασινάδας, όπως κούκους, καναβουριές κ.λ.π.
Οι περισσότερες ταβέρνες διέθεταν πάγκο για να κάθονται όσοι πελάτες το επιθυμούσαν, αντί να κάθονται στα τραπεζάκια, ιδίως όταν πήγαιναν σ’ αυτές μόνοι τους. Καθόντουσαν σε ψηλές καρέκλες μπροστά σ’ αυτό και από την άλλη πλευρά του (πίσω) βρισκόταν ο ταβερνιάρης που τους σέρβιρε το ποτό και τα διάφορα μεζεδάκια για το «τσίλλιμα». Ο πάγκος της ταβέρνας γινόταν καμιά φορά σημείο συνάντησης και ανάπτυξης γνωριμιών μεταξύ των ανδρών που καθόντουσαν εκεί. Οι γυναίκες πολύ σπάνια πήγαιναν στις ταβέρνες, ιδίως όταν το σερβίρισμα γινόταν μέσα σ’ αυτές κι’ όχι έξω στο ύπαιθρο τα καλοκαίρια.
Άλλοι προτιμούσαν να πάρουν το ποτό και τους μεζέδες τους σε κάποιο τραπεζάκι και ιδίως σε μια γωνιά, μακριά από άλλους πελάτες. Ζητούσαν την ησυχία και την απομόνωση τους, παίρνοντας το ποτό τους, για να χαλαρώσουν και να ηρεμήσουν μετά από τον κάματο και το άγχος της ημέρας. Βέβαια στις ταβέρνες πήγαιναν αρκετές παρέες όπου ενώ έπαιρναν τα ποτά τους κουβέντιαζαν, αστειευόμενοι και κάποιες άλλες φορές όταν ήταν αυξημένο το κέφι τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια της εποχής.
Άλλες φορές θα μπορούσε να συνοδεύει αυτούς που τραγουδούσαν μια κιθάρα, μαντολίνο, βιολί ή και ακορντεόν από κάποιο της παρέας. Γιορτάρες ημέρες όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά αλλά πολύ ιδιαίτερα τα Καρναβάλια οι διασκεδάσεις με τραγούδια ήταν πολύ συχνές και απαραίτητες. Μέσα από τις παρέες που συγκεντρώνονταν στις ταβέρνες άρχισαν να δημιουργούνται μουσικά σχήματα, από καλλίφωνους που ξεχώριζαν όπου τελικά έκαναν ομάδες κανταδόρων.
Σ’ αρκετές από τις ταβέρνες της Λεμεσού σύχναζαν και αρκετοί επώνυμοι της τότε εποχής δραστηριοποιημένοι στην λογοτεχνία, στην μουσική, στο θέατρο στις επιχειρήσεις, στη πολιτική όπως ο Γ. Φασουλιώτης, ο Γλαύκος Αληθέρσης, ο Χριστιανός Ρωσίδης, ο Γιώργος Βουτουρίδης, ο Ευέλθων Πιστιλίδης, ο Αντώνης Χατζηπαύλος, ο Κλεάνθης Χριστοφόρου και άλλοι. Τους άρεσε να βρίσκονται στους χώρους των ταβερνών για να παίρνουν τα ποτά τους απολαμβάνοντας τους διάφορους μεζέδες με τη παρέα τους ή και μόνοι τους καμιά φορά, για να αναμειγνύονται με τον απλό κόσμο, παρακολουθώντας και ακούγοντας τους. Το κλίμα της τότε εποχής ήταν τέτοιο όπου ευνοήθηκε αρκετά για να δημιουργηθούν αρκετές ταβέρνες στη Λεμεσό. Ήταν δύσκολες οι οικονομικές συνθήκες με σκληρή εργασία για το μεροκάματο, απλοϊκή ζωή, ωθούσαν αρκετό κόσμο της Λεμεσού να καταφεύγει σε τέτοιους χώρους διασκέδασης και ξεγνοιασιάς. Το ποτό που κυριαρχούσε στις ταβέρνες, ήταν αρχικά η καψούλα και το μονάστερο κονιάκ, ιδίως του Χατζηπαύλου, της ΚΕΟ ΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΘΟΥΚΗΣ αργότερα και άλλων. Το μονάστερο ήταν οικονομικό, αδύνατο σε δραστικότητα, κι’ έτσι περνούσε η ώρα πίνοντας χωρίς να προκαλεί μέθη σε μεγάλο βαθμό.
«Ταβέρνα του Τζιώρτζη ή Σεβάχ»
Βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της οδού Λεοντίου Α’ (δρόμος παλιού νοσοκομείου), πηγαίνοντας προς τα βόρεια, πριν να φθάσει κάποιος στο οικογενειακό κέντρο «ΡΟΜΑΝΤΖΟ», που λειτούργησε αρκετά χρόνια αργότερα. Εθεωρείτο τότε, η περιοχή αυτή εξοχική και μάλιστα ήταν πολύ αραιοκατοικημένη.
Ο δρόμος της Λεοντίου Α’ οδηγούσε προς το Τρόοδος και αρχικά ήταν καλυμμένος μόνο με πέτρες. Δεξιά και αριστερά του υπήρχαν δένδρα (αρτηματιές), και αρκετές οικογένειες πήγαιναν περίπατο σ’ αυτό, τα απογεύματα. Την ταβέρνα αυτή την δημιούργησε και τη λειτουργούσε ο Τζιώρτζιης αραβικής καταγωγής από το Λίβανο, γύρω στα 1920 ίσως και νωρίτερα. Λειτουργούσε και το χειμώνα και το καλοκαίρι έξω στην αυλή με την κατάλληλη πράσινη διακόσμηση από κανναβουριές κυρίως.
Τα ποτά που σέρβιρε ήταν το κρασί αρχικά και η ζιβανία (ρακί), κι’ αργότερα κυρίως το κονιάκ μονάστερο. Οι μεζέδες ήσαν λυτοί και απλοί προσαρμοσμένοι στην τότε οικονομική κατάσταση. Θα μπορούσε να ήσαν αστραγάλια, κουκιά καβουρδισμένα, λίγες σταφίδες, λίγο αγγουράκι, πατάτες βραστές, λίγο τυρί ή χαλούμι, λίγες σαρδέλες κ.λ.π.
«Τα αηδόνια του Γαβρίλη»
Η ταβέρνα αυτή ή όπως ήθελε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης να την ονομάζει μπαρ, βρισκόταν στην αριστερή γωνιά της οδού Θερμοπυλών ερχόμενοι απ’ αυτή προς τη οδό Ναυαρίνου. Ιδρύθηκε και λειτούργησε γύρω στα 1935 από το μ. Γαβρίλη Κκολά και συνεχίστηκε από το γιο του Νικόλα Κκολά, γνωστό ιδιοκτήτη άλλων ταβερνών, που λειτούργησαν αργότερα.
Λειτουργούσε το χειμώνα μέσα σ’ αυτή και το καλοκαίρι έξω στην απέναντι πλευρά της οδού Ναυαρίνου σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, με τη γνωστή πράσινη διακόσμηση από κανναβουριές και κούκους. Ο Γαβρίλης ο Κκολάς ήταν πολύ μερακλής με τη ταβέρνα του. Προσπαθούσε μέσα από τις τότε δύσκολες οικονομικές συνθήκες να προσφέρει όσο το δυνατό πλουσιότερους μεζέδες.
Σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν τα στραγάλια, τα καβουρδισμένα κουκιά, η ταχίνη, το τυρί ή χαλλούμι, η τσαμαρέλλα, οι σαρδέλες, οι καραόλοι, τα καραόλια της παραλίας και το πολύ τακτικό σπεσιαλιτέ του το παστό χταπόδι. Το παρασκεύαζε ο ίδιος κρεμάζοντας τα εξω σπό τη ταβέρνα στον ήλιο, αφού προηγουμένως τους «πιτούσε» ξύδι από το γεμισμένο μ’ αυτό στόμα του. Καμιά φορά παρασκεύαζε για τους εκλεκτικούς μεζεκλήδες κανένα σκαντζόχοιρο (κατσιόσσοιρο). Το ποτό που πρόσφερνε ήταν κυρίως το μονάστερο κονιάκ Χατζηπαύλου ή καψούλα, και αργότερα λιγότερο του Στυλιανίδη, του Περιστιάνη, της ΚΕΟ, της ΛΟΕΛ, της ΕΟΛ και του ΣΟΔΑΠ Τάλιας και Θουκής. Τα ποτά και τους μεζέδες κυρίως το χειμώνα τα πρόσφερνε πάνω στο πάγκο μέσα στη ταβέρνα.
Στην ταβέρνα του Γαβρίλη σύχναζαν κυρίως απλοϊκός κόσμος αλλά καμιά φορά και επιφανείς συμπολίτες μας, όπως ο Ευέλθων Πιτσιλλίδης, ο Κλεάνθης Χριστοφόρου, ο Βίκτωρας Ιωαννίδης ο Ταλιάνος και άλλοι. Σύχναζαν επίσης συμπολίτες μας καλλίφωνοι όπως ο Γιωργαλλέττος ο σκαρπάρης που χάριζε με τη φωνή του και με το σπιρτόκουτο σαν όργανο, ωραία τραγούδια της εποχής. Άλλος σπουδαίος μουσικά που τραγουδούσε ημιεπαγγελματικά στις ταβέρνες κυρίως στην Πλατεία Ηρώων ήταν ο ελλαδίτης Ευάγγελος Λούβρης. Τακτικός θαμώνας της ταβέρνας ήταν ο γνωστός τότε Μασιερκόνας, βαρελλοποιός στο επάγγελμα, που όταν ερχόταν στο μεγάλο κέφι άρχιζε να μετρά το πλάτος των δρόμων.
«Η ταβέρνα του Κουμή»
Η ταβέρνα αυτή βρισκόταν στην Τζιαμούδα, στην οδό Ναυαρίνου, εκεί δίπλα που βρίσκονται σήμερα τα σουβλάκια ΚΥΠΡΟΣ. Δημιουργός και ιδιοκτήτης ήταν ο Κουμής Θεοδώρου, που άρχισε να τη λειτουργεί γύρω στα 1925.
Όπως και οι υπόλοιπες ταβέρνες της Λεμεσού εκτός από τον εσωτερικό τους χώρο, με το γνωστό πάγκο και τα λιγοστά τραπεζάκια, χρησιμοποιούσε ο Κουμής και το τρίγωνο κηπάριο απέναντι από τη ταβέρνα του, που περιβάλλεται από τις οδούς Γλάδστωνος, Αγίας Φυλάξεως και Ναυαρίνου, για τα καλοκαίρια. Εκεί καθόντουσαν πελάτες σε τραπεζάκια σερβίροντας τους τα γνωστά λιτά μεζεδάκια μαζί με το μονάστερο κονιάκ ή την καψούλα.
Στην ταβέρνα αυτή άρχισε να προσφέρει για πρώτη φορά μπύρα χύμα κυπριακής παραγωγής από τη Λευκωσία, μάρκας ΑΕΤΟΣ.
«Η ταβέρνα του Ζηνωνή»
Η ταβέρνα αυτή βρισκόταν στην νότια πλευρά της οδού Αγίου Ανδρέου και οδού Κρήτης, τώρα Γεωργίου Κατσουνωτού γωνία, πηγαίνοντας ανατολικά. Απέναντι από τα πρώην καταστήματα Σολωμονίδη (HOOVER κ.λ.π). Σήμερα στη θέση της λειτουργεί εδώ και κάποια χρόνια η ταβέρνα «Φωλιά του Κούκου».
Ιδιοκτήτης και δημιουργός ήταν ο γνωστός στους κύκλους των γλεντζέδων Ζήνωνας Λαζάρου. Άρχισε να λειτουργεί γύρω στα 1930 και κράτησε μέχρι τελευταία. Λειτουργούσε αρχικά βασικά σαν μπακάλικο και τα βράδια μετατρεπόταν ένα μέρος σε ταβέρνα. Κυριότερα ποτά ήσαν το κονιάκ καψούλα και το μονάστερο.
Σ’ αυτή σύχναζαν γλεντζέδες διαφόρων κοινωνικών τάξεων της τότε εποχής, αλλά κυρίως οι περισσότεροι ήσαν εργάτες, ψαράδες κ.λ.π. αλλά και αρκετοί επώνυμοι της εποχής, λόγιοι, επιχειρηματίες, πολιτικοί κ.λ.π.