
Η ανθρωπιστική διάσταση της νομικής επιστήμης και η ανάγκη για συναισθηματική νοημοσύνη των δικηγόρων
Πέρα από το γράμμα του νόμου, υπάρχει και το πνεύμα του νόμου
Πολλοί δικηγόροι υποστηρίζουν ότι ο Νόμος βασίζεται σε γεγονότα και στην λογική και ότι τα συναισθήματα δεν έχουν θέση στις αίθουσες των Δικαστηρίων και στην νομική επιστήμη γενικότερα.
Είναι όμως η νομική επιστήμη αυτόνομη και απομονωμένη από το αίσθημα δικαίου και από την ίδια την ανθρώπινη φύση η οποία διακατέχεται από συναισθηματικά, λογικά και πνευματικά χαρακτηριστικά;
Γιατί πέρα από το γράμμα του νόμου, υπάρχει και το πνεύμα του νόμου, το οποίο αυτοσκοπό έχει την απόδοση πραγματικής δικαιοσύνης. Ακολουθώντας τυφλά το γράμμα του νόμου σαν προγραμματισμένα «ρομποτάκια» που δεν έχουν δική τους κρίση, παραγνωρίζουμε το ίδιο το πνεύμα του νόμου, το οποίο απαιτεί κρίση και συνείδηση, αναγνώριση της διαφορετικότητας των καταστάσεων και κατ’ επέκταση και τον διαφορετικό χειρισμό που αυτές απαιτούν.
Είναι με θλίψη που παρατηρούμε καθημερινά την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης να καταρρέει και την ίδια τη Δικαστική εξουσία να τίθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου καλούμενη να αποδείξει μέσα από τις αποφάσεις της το δίκαιο έργο της και την ορθή απονομή δικαιοσύνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη ιστορία της 84χρονης Κίκας Καρατζιά, η οποία βρέθηκε στο εδώλιο του Δικαστηρίου, κατηγορούμενη ότι επί επτά έτη δεν συμπλήρωσε τα σχετικά έντυπα του φόρου εισοδήματος. Η ποινή των 700 ευρώ (100 ευρώ για κάθε έτος παράλειψης) η οποία επιβλήθηκε από το Δικαστήριο και η υποχρέωση για αποπληρωμή του ποσού αυτού εντός τριών μηνών, προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό και σχολιάστηκε ως υπέρμετρα αυστηρή και άδικη σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί συμπολίτες μας δήλωσαν την πρόθεση τους να καταβάλουν το ποσό αυτό προκειμένου να απαλλαγεί η 84χρονη από τις κατηγορίες εναντίον της. Η εν λόγω απόφαση, είναι βεβαίως σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, εύλογα τίθεται όμως το ερώτημα, από την ίδια την κοινή γνώμη, αν είναι και ηθικά δίκαιη. Υπό αμφισβήτηση τίθεται το δίκαιο της καταδίκης μιας φτωχής υπερήλικης σε ένα αρκετά μεγάλο ποσό, σε εποχές οικονομικής ύφεσης, την στιγμή που μεγαλοοφειλέτες του Φόρου Εισοδήματος εξακολουθούν να φοροδιαφεύγουν.
Το ως άνω γεγονός μας φέρνει ενώπιον του ερωτήματος: είναι δυνατόν το δίκαιο και η νομική επιστήμη να αποσυνδεθούν από τις αντιλήψεις περί ηθικότητας και από το κοινό αίσθημα δικαιοσύνης; Άποψη μου είναι πως όχι. Γιατί η νομική επιστήμη δεν είναι αυτόνομη επιστήμη, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακριβώς αυτό: έχει σημασία το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι. Έχει σημασία το πώς αντιλαμβάνονται το δίκαιο και την ηθική του δικαίου και σε μια κοινωνία που θέλει να καλείται κοινωνία δικαίου, το «νόμιμο» πρέπει να πείθει ότι είναι και «δίκαιο». Διαφορετικά η παρανομία θα δικαιώνεται στην αντίληψη του κόσμου.
Δυστυχώς η πολιτεία μας, περιορισμένη στον άχαρο και απαθή ρόλο του κριτή, θεματοφύλακας της κατά γράμμα εφαρμογής της όποιας νομολογίας και νομοθεσίας και αγνοώντας την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης μακράν απέχει, από του να θεωρείται Πολιτεία Δίκαιου…και όμως, μια τέτοια πολιτεία έχουμε όλοι οραματιστεί.
Και η ευθύνη βαραίνει, πέραν από τους ίδιους τους πολιτειακούς θεσμούς, και εμάς τους νομικούς οι οποίοι με όχημα το δίκαιο έχουμε τη δυνατότητα και οφείλουμε να συμβάλουμε στην απονομή δικαιοσύνης. Μακριά από σκοπιμότητες και υστεροβουλίες, θα πρέπει να ακούσουμε τη φωνή της κοινωνίας που διψά για δικαιοσύνη, θα πρέπει να δούμε τον ίδιο τον άνθρωπο και τα συναισθήματα του.
Όπως και η νομική επιστήμη έτσι και το δικηγορικό λειτούργημα έχει ανθρωπιστική διάσταση.
Ακόμα και στο αυστηρό επάγγελμα μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα σοφά λόγια του Γάλλου συγγραφέα Antoine de Saint-Exupery:"Είναι μόνο η καρδιά που μπορεί να δει τα αληθή, η ουσία δεν είναι ορατή στο γυμνό μάτι".
Κάθε υπόθεση είναι ένα ιδιαίτερο ταξίδι, στην διάρκεια του οποίου βιώνεις διαφορετικές καταστάσεις, μαθαίνεις, ακούς, βλέπεις και έχεις πάντοτε αγωνία για την έκβαση της. Σε αυτήν περικλείονται διαστάσεις νομικές, οικονομικές, κοινωνικές αλλά και συναισθηματικές. Απορροφημένοι από τις αυστηρές νομοθετικές πρόνοιες, οι νομικοί, τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης, συνήθως παραγνωρίζουν τις συναισθηματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης, θεωρώντας ότι εκ φεύγουν του αντικειμένου τους. Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας είναι ύψιστης σημασίας για την επιτυχημένη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης.
Η συναισθηματική νοημοσύνη, όπως καλείται σήμερα η ικανότητά να αντιλαμβανόμαστε, να ελέγχουμε και να αξιολογούμε τα συναισθήματα, ολοένα και κερδίζει έδαφος και είναι πλέον γεγονός ότι σε άλλες έννομες τάξεις έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό ότι ο επιτυχημένος δικηγόρος οφείλει και πρέπει να είναι επιτυχημένος διαχειριστής συναισθημάτων, των δικών του και των άλλων, πελατών και συναδέλφων του. Στην αντίπερα όχθη, η εξιδανίκευση της καθαρής σκέψης, απομονωμένης από συναισθηματικούς παράγοντες, καταλήγει να είναι ένα τραγικό ελάττωμα σε νομικά επαγγέλματα.
Σε λίγα επαγγέλματα αναδεικνύεται με τόσο έντονο τρόπο το γεγονός ότι τα συναισθήματα έχουν σοβαρές επιπτώσεις οι οποίες συχνά καταλήγουν στην αίθουσα το δικαστηρίου. Και μπορεί τα συναισθήματα να κρύβονται πίσω από καλοφτιαγμένα νομικά επιχειρήματα και στρατηγικές θέσεις, δεν παύουν όμως να είναι πάντα εκεί. Η πλειονότητα των επίδικων διαφορών στηρίζονται σε μια σύγκρουση είτε θέσεων, είτε συμφερόντων, που πηγή έχουν τα έντονα συναισθήματα. Για την επίλυση της διαφοράς, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίων, θα πρέπει ο δικηγόρος να μετατραπεί σε «διαχειριστή συναισθημάτων» εντοπίζοντας αυτά τα συναισθήματα που οδηγούν στο συγκεκριμένο πρόβλημα, προκειμένου να χειριστεί την υπόθεση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Οι σημερινές συνθήκες και οι αυξημένες απαιτήσεις επιβάλλουν τον εκσυγχρονισμό του δικηγορικού επαγγέλματος, την εξειδίκευση, τον επαγγελματισμό και την υπευθυνότητα, σε συνδυασμό πάντα µε την προσωπική σχέση µε τον πελάτη, μια σχέση η οποία προϋποθέτει συναισθηματική εμπλοκή, προκειμένου ο δικηγόρος να συμμετέχει και να συμμερίζεται τις αγωνίες του πελάτη του στηρίζοντας τον σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ο πελάτης ανοίγει την καρδιά του στον δικηγόρο, εκθέτει σε αυτόν τα προβλήματα και τους φόβους του και αναμένει από αυτόν να αντιληφθεί την υπόθεση του και να τον καθοδηγήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι στο επάγγελμα μας, η συναισθηματική νοημοσύνη έχει τις περισσότερες φορές ισάξιο, αν όχι υπέρτερο, ρόλο από την γνωστική νοημοσύνη.
Γιατί ένα νομικό σύστημα βασισμένο μόνο στη λογική και στην συνέπεια, στο ψυχρό γράμμα του νόμου και στην τυπολατρία, παραγνωρίζοντας το συναίσθημα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδώσει δικαιοσύνη.
Κλείνω με τα λόγια του Αυστριακούιατρούκαιψυχολόγου Alfred Adler, ιδρυτή της σχολής της ατομικής ψυχολογίας, σε σχέση με τον ορισμό της ενσυναίσθησης (=αισθάνομαι μαζί σου): «να βλέπεις με τα μάτια του άλλου, να ακούς με τα αυτιά του άλλου, να νιώθεις με την καρδιά του άλλου».