Τα «Τέσσερα Φανάρια» της Λεμεσού
Δρόμοι της πόλης με ιστορία
Ένα πολύ γνωστό σημείο αναφοράς της Λεμεσού είναι τα «Τέσσερα Φανάρια». Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός του γεφυριού που βρίσκεται πάνω στο χείμαρρο Γαρύλλη-Βαθκιά, απ’ όπου περνά η οδός Γιλντίς στην ανατολική πλευρά της τουρκοκυπριακής συνοικίας. Το γεφύρι εθεωρείτο «σύνορο», την περίοδο της τουρκοανταρσίας του 1963. Απ’ εκεί και πέρα, δυτικότερα, άρχιζε ο «έλεγχος» από τις τουρκοκυπριακές «δυνάμεις».
Ακόμη για όσους γνώριζαν τους δύο «τρελούς» της πόλης, τον Αρκοντή και τον Κιαζίμι, το γεφύρι των «Τεσσάρων Φαναριών» ήταν το σύνορο τους και κανένας από τους δύο δεν επέτρεπε να μπει και να παραβιάσει την περιοχή του. Αλίμονο σ’ αυτόν που θα παραβίαζε το σύνορο μπαίνοντας στην περιοχή του. Εάν έπεφτε στην αντίληψη του, το πετροβόλημα πήγαινε σύννεφο, συνοδευόμενο με βρισιές και φωνές.
Οι πλημμύρες του 1880 και 1894
Επί τουρκοκρατίας και στις αρχές ακόμη της βρετανικής κατοχής, μετά το 1878, δεν υπήρχε γέφυρα πάνω στον ποταμό Γαρύλλη - Βαθκιά μέχρι και το 1900. Η διέλευση των αμαξών, των αλόγων και των πεζών γινόταν από την κοίτη του ποταμού. Δεν ήταν βαθύς και οι όχθες του δεν ήσαν ψηλές κι έτσι ήταν εύκολη η διέλευση. Ήταν από παλιά ο μοναδικός ποταμός όπου περνούσαν τα νερά της βροχής προς τη θάλασσα, αρχίζοντας από τα Πολεμίδια. Αυτός ο αβαθής ποταμός δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες μεταφοράς των όμβριων νερών προς τη θάλασσα, ιδίως όταν υπήρχε αρκετή βροχόπτωση. Μάλιστα δε σε δύο περιπτώσεις το 1880 και το 1894, παρουσίασε την μεγάλη του αδυναμία στο να μεταφέρει τεράστιες ποσότητες νερού στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να σημειωθούν μεγάλες πλημμύρες. Ιδίως τον Οκτώβριο του 1894 ήταν τόσο έντονη η βροχόπτωση, που είχε σαν αποτέλεσμα να πνιγούν δέκα άνθρωποι και να σημειωθούν υλικές καταστροφές. Αναφέρεται ότι το ύψος του νερού του ποταμού έφθασε τα 6 μέτρα, με αποτέλεσμα να ξεχειλίσει μέσα στην πόλη. Πλημμύρισαν σπίτια και δρόμοι και μάλιστα το νερό στην οδό Ελευθερίας είχε τόσον ύψος που παρέσυρε ένα γαϊδούρι και το ανέβασε στο ισόγειο μπαλκόνι ενός σπιτιού.
Μετά απ’ αυτές τις καταστροφικές πλήμμυρες αποφασίστηκε από την αγγλική διοίκηση να γίνουν αντιπλυμηρικά έργα, σε συνεργασία με το δήμο (Δήμαρχος ήταν ο Καραγεωργιάδης). Ο αστυνόμος Λεμεσού Μαυροκορδάτος διοργάνωσε ομάδες από αστυνομικούς (ζαπτιέδες), άγγλους στρατιώτες του μηχανικού που ευρίσκοντο στα Πολεμίδια, και φυλακισμένους που ευρίσκοντο στο κάστρο της Λεμεσού, με στόχο να ανυψώσουν τις όχθες του ποταμού με χώμα, ύψους 3-4 μέτρων και πλάτους 10 μέτρων, σχηματίζοντας «πάγκους». Αυτές οι βελτιώσεις άρχισαν στις όχθες του Γαρύλλη νοτιότερα των «Τεσσάρων Φαναριών», μέχρι σχεδόν τη σημερινή λεωφόρο Μακαρίου Γ’. Έσκαψαν επίσης μικρά ρυάκια που κατέληγαν στο Γαρύλλη. Ένα είναι κι αυτό που αρχίζει βορείως του Λανιτείου και διασταυρώνει την λεωφόρο Μακαρίου Γ’, πίσω από το ταχυδρομείο της λεωφόρου και διασταυρώνει την οδό Λεοντίου, πίσω από το παζαράκι. Στις όχθες φύτευαν ευκαλύπτους και ακακίες, ώστε να συγκρατούν το χώμα από τη διάβρωση (αυτά τα δέντρα υπάρχουν και σήμερα).
Η κατασκευή της γέφυρας
Mετά την δημιουργία των αντιπλημμυρικών έργων, όπου οι όχθες του Γαρύλλη ανυψώθηκαν αρκετά, ήταν δύσκολη πλέον η διέλευση από την κοίτη του ποταμού πεζών και αμαξών. Μπροστά σ’ αυτή τη δυσκολία η τότε αγγλική διοίκηση κατασκεύασε γέφυρα. Το σχεδιασμό και την επίβλεψη ανέλαβε ο τότε μηχανικός και διευθυντής των Δημοσίων Έργων ο μαλτέζος Καφιέρος. Γύρω στα 1896-1898 περίπου, αφού έγιναν οι κατάλληλες μελέτες και σχεδιασμοί παραγγέλθηκαν τα σιδερένια τεμάχια της στην Αγγλία, στην εταιρεία ΤΗΕ HORSEHAY CO. Κατασκευάστηκαν δύο ισχυρά πέδιλα στην κοίτη του ποταμού, από κυπριακές πέτρες, πάνω στα οποία έκτισαν δύο τοίχους και πάλιν από πέτρα, με καμάρες, ύψους περίπου 4,5 μέτρων, που θα ήσαν τα υποστυλώματα της γέφυρας. Ταυτόχρονα έκτισαν στις δύο όχθες, τοίχους αντιστήριξης και υποστύλωσης της γέφυρας.
Το σιδερένιο μέρος της γέφυρας αποτελείται από οριζόντια δοκάρια (2 τεμάχια, ένα σε κάθε πλευρά) ράγες πλάτους 30εκ. καθ’ όλον το μήκος των 40 μέτρων της γέφυρας (αλλά σε τεμάχια ενωμένα με καρφιά) και τα κάθετα δοκάρια σε ράγιες πλάτους 15εκ. και μήκους 8,5 μέτρων μαζί με τα πλάγια κιγκλιδώματα βαριάς σιδηράς κατασκευής, όλα με καρφιά. Αφού έφθασαν από την Αγγλία, τα εφάρμοσαν πάνω στην υποδομή των πέτρινων υποστυλωμάτων, παραδίδοντας τη γέφυρα στην κυκλοφορία. Στους τέσσερις μικρούς πέτρινους πύργους της εισόδου και εξόδου της γέφυρας εφάρμοσαν τέσσερα φανάρια ύψους δύο μέτρων, κατασκευασμένα από χυτοσίδηρο, όπου στους φανούς τους άναβαν κάθε βράδυ λάμπες από πετρέλαιο. Την επιτήρηση για το άναμμα των λαμπών κάθε απόγευμα είχε δημοτικός υπάλληλος. Αρκετά αργότερα όταν άρχισε να παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα αντικατέστησαν τις λάμπες πετρελαίου με ηλεκτρικές.
Έτσι λόγω της παρουσίας των «Τεσσάρων Φαναριών» στο γεφύρι αυτό και η γύρω περιοχή πήρε και διατηρεί το όνομα «Τέσσερα Φανάρια» (Four Lanterns Bridge).
Ο Αδάμος Κόμπος είναι Δημοτικός Σύμβουλος Κ.Σ. ΕΔΕΚ Λεμεσού και Αντιπρόεδρος Σχολικής Εφορείας Λεμεσού
Δείτε φωτογραφίες